-
1 река
-й, αιτ. реку, πλθ. реки, δοτ. рекам, οργν. реками, προθ. в реках θ.1. ποταμός, ποτάμι•берег -и η όχθη του ποταμού•
реки текут в море τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα•
река стала το ποτάμι, πάγωσε•
река вскрылась το ποτάμι ξεπάγωσε•
вниз по -е κατά τον ρουν του ποταμού•
вверх по -θ αντίθετα προς τον ρουν του ποταμού•
вскрытие -и παγετολυσία ή ξεπάγωμα του ποταμού•
сплавная ή судоходная река πλωτός (πλευστός) ποταμός,
μτφ. μεγάλη ποσότητα•реки крови ποτάμια αίμα•
она проливала реки слз αυτή έχυνε ποτάμια δάκρυα,
μτφ. κύλημα, διαρροή, πέρασμα•река жизни το κύλημα της ζωής.
|| μτφ. πλήθος, πληθώρα•-и народа μεγάλη κοσμοσυρροή.
2. ωςεπίρ. -ой άφθονα•она льт слёзы -ой αυτή χύνει ποτάμια τα δάκρυα.
εκφρ.река забвения – το ποτάμι Λήθη, τα νερά της λήθης (της λησμονιάς). -
2 плёс
-а α.1. τμήμα ποταμού από μια καμπή στην επόμενη. || τμήμα ποταμού ίδιο με τα προηγούμενα (για ποταμοπλοία).2. πλατύ μέρος ποταμού μεταξύ δυο πόρων ή νησίδων.3. (διαλκ.) το μέρος του ψαριού μεταξύ μέσης και ουράς. -
3 течение
το ρεύμα, η ροήламинарное - η γραφική/ομαλή/στρωτή ροήморское - θαλάσσιο/ωκεάνιο -стационарное - σταθερό/αμετάβλητο -турбулентное - η (τε)τα-ραγμένη/στροβιλώδης/τυρβώδης ροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > течение
-
4 устье
-
5 верховье
верховьес ὁ ἄνω ρους τοῦ πόταμου, ἡ περιοχή τοῦ ἄνω ρου τοῦ πόταμου. -
6 течение
течени||ес1. (действие) ἡ ροή, ἡ πορεία:\течение мыслей ἡ ροή (или πορεία) τῶν-σκέψεων \течение болезни ἡ πορεία τής ἀρρώστιας·2. (ток, струя) τό ρέμα, τό ρεδ-μα, ὁ ροῦς:морское \течение τό θαλασσινό ρεῦμα· возду́шное \течение τό ρεδμα τοῦ ἀέρος· быстрое \течение τό δυνατό ρεδμα· плыть по \течениею прям., перен ἀκολουθώ τό ρεδμα· идти́ против \течениея прям., перен πηγαίνω ἐνάντια στό ρεδμα· вверх по \течениею ἀνάρ-ρεμα τοῦ ποταμοὔ· вниз по \течениею μέ τό ρεδμα τοῦ ποταμοῦ·3. перен (направление) τό ρεύμα; \течение в нау́ке ἐπιστημονικό ρεῦμα· ◊ в \течение ἐπί, στή διάρκεια, διαρ-κοῦντος, κατά τή διάρκεια· в \течение дня στή διάρκεια τής ήμέρας, ἐντός τής ἡμέ-ρας· в \течение месяца μέσα σ' ἐναν μήνα· с \течениеем времени μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, μέ τόν καιρό· в \течение трех часов μέσα σέ τρεις ὠρες· в \течение всей беседы... σ' ὅλη τή διάρκεια τής συζήτησης... -
7 брод
-а (-у) α.πόρος, ρηχό μέρος του ποταμού. || πέρασμα ποταμού•не зная -у не суйся в воду παρμ. άμα δεν ξέρεις την υπόθεση, μην ανακατεύεσαι• μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν.
-
8 межень
-и θ.το κατώτατο όριο νερού ποταμού ή λίμνης. || εποχή κατώτατου όριου νερού ποταμού ή λίμνης. -
9 омут
-а α.λάκκος βαθύς στον πυθμένα του ποταμού.(κυρλξ. κ. μτφ.) δίνη, ρουφήχτρα•омут реки η δίνη του ποταμού•
омут страти η δίνη των παθών.
εκφρ.в тихом -е черти водятся – να φοβάσαι από βουβό ποτάμι. -
10 прирусловый
επ.πλησίον της κοίτης του ποταμού.εκφρ.прирусловый вал – πρόσχωση κατά μήκος του ποταμού (από πλημμύρισμα). -
11 аванпорт
1. мор. о εξωτερικός λιμένας, ο προλιμένας 2. (речной) о κατωλιμένας (κατά τον ρου(ν) του ποταμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аванпорт
-
12 бассейн
1. (водоём) η δεξαμενή, η λεκάνηречной - η λεκάνη/κοίτη του ποταμούсортировочный лес. - διαλογής ξυλείαςуспокоительный гидр. - ηρεμίαςусреднительный гидр. - εξίσωσης2. (об-ласть залегания и разработки полезных ископаемых) η περιοχή, το πεδίο, η λεκάνηугольный - του ορυκτού άνθρακα, η ανθρακοφόρα περιοχή3. (для плавания) το κολυμβητήριο, η πισίνα 4. геогр. το λεκανοπέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бассейн
-
13 вверх
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вверх
-
14 верховье
(реки) о άνω ρους (του ποταμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > верховье
-
15 вниз
κάτω. - по течению реки - υπό το ρεύμα του ποταμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вниз
-
16 дельта
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дельта
-
17 древесина
η ξυλείαпропитывать - у διαποτίζω/εμποτίζω την -балансовая - см. балансыделовая - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -- για ξύλα-камернойсушки - από ξήρανση σε φούρνο/κλίβανο«άψητη»-товарная - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > древесина
-
18 заводь
ο κολπίσκος, η υδάτινη λεκάνη (ποταμού ή λίμνης) με ήσυχα νερά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заводь
-
19 залом
(беспорядочное скопление на реке лесоматериалов) η έμφραξη του ποταμού από (πλωτή) ξυλεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залом
-
20 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
См. также в других словарях:
ποταμοῦ — ποταμός river masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συγηροῦ ποταμοῦ ταβάθη γύρευε. — См. В тихом омуте черти водятся … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Γκάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek