Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

άνω

  • 1 верхний

    верхн||ий
    прил
    1. ἐπάνω, ἄνω, ψηλός:
    \верхний этаж τό ἐπάνω πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ· \верхнийие ио́ты οἱ ψηλές νότες· \верхний регистр муз. ἡ μείζων κλίμακα·
    2. геогр. ἄνω:
    \верхнийее течение реки́ τό ἐπάνω ρεύμα (или ὁ ἄνω ρους) τοῦ πόταμου· \верхнийяя Волга ὁ ἄνω Βόλγας·
    3. (об одежде):
    \верхнийее платье τό πανωφόρι· ◊ \верхнийяя палата полит ἡ "Ανω Βουλή.

    Русско-новогреческий словарь > верхний

  • 2 верхний

    -яя, -ее, επ.
    1. ο (ε)πάνω, ο άνω•

    верхний этаж το πάνω πάτωμα.

    2. (για ποτάμια) ο άνω•

    -ее течение ο άνω ρους.

    3. (για ενδυμασία) εξωτερικός•

    -яя одежда τα εξωτερικά ενδύματα.

    4. (για ήχους) ψηλός.
    εκφρ.
    - ее чутье – (για σκυλιά) όσφρηση αποτον αέρα (όχι από τα ίχνη).

    Большой русско-греческий словарь > верхний

  • 3 верховой

    επ.
    της ιππασίας, της καβάλας•

    -ая лошадь ο κέλης.

    ουσ.
    καβαλάρης, ιππέας.
    κ. верховый επ.
    1. ο άνω, επί του άνω μέρους, ο από το άνω μέρος.
    2. ο προς τον ανάρρουν.

    Большой русско-греческий словарь > верховой

  • 4 н

    (толкателя по отношению к кулачку) η κίνηση προς το άνω τμήμα (του κνώδακα), -ть (о толкателе по отношению к кулачку) κινούμαι προς το άνω τμήμα (του κνώδακα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > н

  • 5 набегание

    (толкателя по отношению к кулачку) η κίνηση προς το άνω τμήμα (του κνώδακα), -ть (о толкателе по отношению к кулачку) κινούμαι προς το άνω τμήμα (του κνώδακα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набегание

  • 6 настил

    1. (из досок) η επίστρωση, το επίστρωμα
    το σανίδωμα
    2. (из плит) το δάπεδο (με πλάκες) 3. (листовой) το έλασμα
    - второго дна мор. άνω - του διπυθμένου, η άνω οροφή διπυθμένου
    - люковой крышки мор. - του πώματος του κύτους
    - платформы мор. - του πλατύσκαλου
    - рулевой рубки мор. - της γέφυρας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > настил

  • 7 вверх

    вверх (ε)πάνω, προς τα πάνω, άνω смотреть \вверх κοι τάζω προς τα πάνω поднять ся \вверх ανεβαίνω πάνω
    * * *
    (ε)πάνω, προς τα πάνω, άνω

    смотре́ть вверх — κοιτάζω προς τα πάνω

    подня́ться вверх — ανεβαίνω πάνω

    Русско-греческий словарь > вверх

  • 8 дно

    дно с о βυθός ο πυθμένας, ο πάτος (днище)' на дно моря στο βυθό της θάλασσας, στο πυθμένα ◇ вверх \дном άνω κάτω
    * * *
    с
    ο βυθός; ο πυθμένας, ο πάτος ( днище)

    на дне мо́ря — στο βυθό της θάλασσας, στο πυθμένα

    ••

    Русско-греческий словарь > дно

  • 9 перевернуть

    перевернуть, перевёртывать ανατρέπω, περιστρέφω· αναποδογυρίζω; \перевернуть всё вверх дном κάνω όλα άνω κάτω
    * * *
    = перевёртывать
    ανατρέπω, περιστρέφω; αναποδογυρίζω

    переверну́ть всё вверх дном — κάνω όλα άνω κάτω

    Русско-греческий словарь > перевернуть

  • 10 точка

    точка ж 1) το σημείο 2) (знак препинания) η τελεία; \точка с запятой η άνω τελεία ◇ \точка зрения η άποψη
    * * *
    ж
    1) το σημείο
    2) ( знак препинания) η τελεία

    то́чка с запято́й — η άνω τελεία

    ••

    то́чка зре́ния — η άποψη

    Русско-греческий словарь > точка

  • 11 вверх

    вверх
    нареч ἐπάνω, ἄνω, προς τά πάνω:
    плыть \вверх по реке ἀνεβαίνω τό ποτάμι, ἀναπλέω ποταμό; \вверх и вниз πάνω καί κάτω; смотреть \вверх βλέπω ψηλά; ◊ \вверх дном разг ἄνω κάτω, ἀνάποδα; ру́ки \вверх! ψηλά τά χέρια!

    Русско-новогреческий словарь > вверх

  • 12 верховье

    верховье
    с ὁ ἄνω ρους τοῦ πόταμου, ἡ περιοχή τοῦ ἄνω ρου τοῦ πόταμου.

    Русско-новогреческий словарь > верховье

  • 13 выше

    выше
    1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:
    \выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί
    2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:
    температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου.

    Русско-новогреческий словарь > выше

  • 14 вверх

    επίρ.
    1. προς τα επάνω•

    подниматься вверх ανεβαίνω επάνω•

    руки вверх! επάνω τα χέρια!

    2. (για ποτάμι) προς τα πάνω, κατά τον άνω ρουν, προς τις πηγές•

    вверх по реке κατά τον άνω ρουν του ποταμού•

    вверх дном ή вверх ногами τελείως αντίστροφα, αντίθετα, ανάποδα.

    Большой русско-греческий словарь > вверх

  • 15 верх

    -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. κορυφή•

    -и снежных гор οι κορυφές τών χιονισμένων βουνών•

    -и деревьев οι κορυφές των δέντρων•

    забраться на самый верх σκαρφαλώνω ως την κορυφή.

    2. επιστέγασμα οχήματος•

    поднять верх во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει.

    3. πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος).
    4. ο άνω ρους του ποταμού.
    5. πλθ.μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές•

    совещание в -ах σύσκεψη κορυφών.

    6. επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ•

    верх совершенства παραπάνω από τέλειο.

    7. πλθ. -и οι ψηλές μουσικές νότες ή φωνές.
    8. με μερικά ρ. μαζί προσδίδεισ’ αυτά υπέρτερη σημασία•

    одержать верх υπερνικώ, υπερτερώ.

    9. πλθ. -и το επιφανειακό, το εξωτερικό μέρος•

    усвоить лишь -и αφομοιώνω επιπόλαια, επιφανειακά.

    εκφρ.
    брать (взять) верх – υπερέχω, υπερτερώ•
    быть на -у блаженства – είμαι υπερευτυχής•
    под верх – για ιππασία, της καβάλας•
    лошадь под верх – άλογο της καβάλας.

    Большой русско-греческий словарь > верх

  • 16 встрепать

    -плю, -плешь, προστκ. встрепли, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встрепанный, βρ: -пан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ανακατεύω, ανακατώνω, κάνω άνω-κάτω, χαλνώ•

    ветер -ал ее волосы ο άνεμος της έκανε τα μαλλιά άνω-κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > встрепать

  • 17 выше

    1. συγκρ. β. του επ. высокий κ.του επίρ. высоко.
    2. επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά• ανώτερα• άνω, πιο πάνω, παραπάνω• ανωτέρω•

    температура выше ноля θερμοκρασία άνω του μηδενός•

    выше как сказано выше όπως ειπώθηκε παραπάνω•

    дети семи лет и выше παιδιά εφτά χρονών και πάνω•

    это выше моих сил αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου•

    как было упомянуто выше όπως αναφέρθηκε παραπάνω•

    летать выше всех πετώ ψηλότερα απ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > выше

  • 18 перевернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.
    2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.
    3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.
    4. αναστατώνω ψυχικά.
    εκφρ.
    перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•
    перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.
    1. αναστρέφομαι, γυρίζω•

    перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.

    || ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,
    2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.
    εκφρ.
    души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•
    -тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > перевернуть

  • 19 плюс

    α.
    1. το σϋν (+), σημείο αριθμητικό• σύμβολο θετικό.
    2. άνω του μηδενός (για θερμοκρασία).
    3. μτφ. το υπέρ, το πλεονέκτημα το θετικό, η θετική πλευρά•

    в этом есть свои -ы εδώ υπάρχουν και τα θετικά.

    || (για σχολικό βαθμό)• άνω, πάνω• +• получить 3 с -ом παίρνω βαθμό 3 και πάνω (μεταξύ 3 και 4).

    Большой русско-греческий словарь > плюс

  • 20 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

См. также в других словарях:

  • .άνω — ἄνω , ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω , ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .ανῶ. — ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἄνω — ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνω — (συνηθέστ. πάνω ή πάνου), επίρρ. τοπικό· στη φρ. «Μ έκανε άνω κάτω» και «Έγινα άνω κάτω» με αναστάτωσε, με σύγχυσε ή αναστατώθηκα, συγχύστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Πεδινά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 202 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στις βόρειες απολήξεις του Μιτσικελίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Η μονή Ευαγγελίστριας στα Άνω Πεδινά της Δωδώνης. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βιάννος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 818 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές της κορυφής της Δίκτης, Αφέντης Χριστός. Αποτελεί έδρα του δήμου Βιάννου. Παράγει εκλεκτό μέλι και έχει και μικρή… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 529 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωλκού. Παραδοσιακό κτίσμα στον Άνω Βόλο, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Μαγνησίας …   Dictionary of Greek

  • άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Κουρούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 143 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών. Ο οικισμός Άνω Κουρούνι της Εύβοιας …   Dictionary of Greek

  • Άνω Λιόσια — Πόλη (υψόμ. 160 μ., 26.423 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος Άνω Λιοσίων, παρά τα διάφορα προβλήματα, βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»