-
81 αἰσάλων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσάλων
-
82 αἰών
αἰών, ῶνος, ὁ, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. also ἡ, as in Pi.P.4.186, E.Ph. 1484: apocop. acc. αἰῶ,A like Ποσειδῶ, restored by Ahrens (from AB 363) in A.Ch. 350: (properly αἰϝών, cf. aevum, v. αἰεί):— period of existence (τὸ τέλος τὸ περιέχον τὸν τῆς ἑκάστου ζωῆς χρόνον.. αἰὼν ἑκάστου κέκληται Arist.Cael. 279a25
):I lifetime, life,ψυχή τε καὶ αἰών Il.16.453
;ἐκ δ' αἰ. πέφαται Il.19.27
;μηδέ τοι αἰ. φθινέτω Od.5.160
;λείπει τινά Il.5.685
; ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο (Zenod. νέον) 24.725;τελευτᾶν τὸν αἰῶνα Hdt.1.32
, etc.;αἰῶνος στερεῖν τινά A.Pr. 862
;αἰῶνα διοιχνεῖν Id.Eu. 315
;συνδιατρίβειν Cratin. 1
; αἰ. Αἰακιδᾶν, periphr. for the Aeacidae, S.Aj. 645 s. v. l.;ἀπέπνευσεν αἰῶνα E.Fr. 801
;ἐμὸν κατ' αἰῶνα A.Th. 219
.II long space of time, age, αἰὼν γίγνεται 'tis an age, Men.536.5; esp. with Preps., ἀπ' αἰῶνος of old, Hes.Th. 609, Ev.Luc.1.70;οἱ ἀπὸ τοῦ αἰ. Ῥωμαῖοι D.C. 63.20
; δι' αἰῶνος perpetually, A.Ch.26, Eu. 563; all one's life long, S. El. 1024; δι' αἰῶνος μακροῦ, ἀπαύστου, A.Supp. 582, 574; τὸν δι' αἰ. χρόνον for ever, Id.Ag. 554; εἰς ἅπαντα τὸν αἰ. Lycurg.106, Isoc.10.62; εἰς τὸν αἰ. LXX Ge.3.23, al., D.S.21.17, Ev.Jo.8.35, Ps.-Luc. Philopatr.17;εἰς αἰῶνα αἰῶνος LXX Ps.131(132).14
; ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος ib.Je.7.7; ἐπ' αἰ. ib.Ex.15.18; ἕως αἰῶνος ib.1 Ki.1.22, al.:— without a Prep., τὸν ἅπαντα αἰ. Arist. Cael. 279a22;τὸν αἰῶνα Lycurg. 62
, Epicur.Ep.1p.8U.; eternity, opp. χρόνος, Pl.Ti. 37d, cf. Metrod. Fr.37, Ph.1.496, 619, Plot.3.7.5, etc.;τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20
.2 space of time clearly defined and marked out, epoch, age, ὁ αἰὼν οὗτος this present world, opp. ὁ μέλλων, Ev.Matt.13.22, cf. Ep.Rom.12.2; ὁ νῦν αἰ. 1 Ep.Tim.6.17, 2 Ep.Tim.4.10:—hence in pl., the ages, i.e. eternity, Phld.D.3 Fr.84;εἰς πάντας τοὺς αἰ. LXX To.13.4
; εἰς τοὺς αἰ.ib.Si.45.24, al., Ep.Rom.1.25, etc.;εἰς τοὺς αἰ. τῶν αἰώνων LXX 4 Ma.18.24
, Ep.Phil.4.20, etc.; ἀπὸ τῶν αἰ., πρὸ τῶν αἰ., Ep.Eph.3.9, 1Cor.2.7; τὰ τέλη τῶν αἰ. ib.10.11.3 Αἰών, ὁ, personified,Αἰὼν Χρόνου παῖς E.Heracl. 900
(lyr.), cf. Corp.Herm.11, etc.; as title of various divine beings, Dam.Pr. 151, al.; esp.=Persian Zervan, Suid. s.v. Ἡρασκος.4 Pythag., = 10, Theol.Ar.59.B spinal marrow (perh. regarded as seat of life), h.Merc 42, 119, Pi.Fr. 111, Hp.Epid.7.122; perh. also Il.19.27. -
83 αἴθων
II of burnished metal, flashing, glittering,σίδηρος Il.4.485
, Od.1.184, S.Aj. 147 (lyr.);χαλκός B.12.50
; λέβητες, τρίποδες, Il.9.123, 24.233.III of animals or birds,ἵπποι Il. 2.839
;αἰετός 15.690
;βόες Od.18.372
;ἀλώπηξ Pi.O.11
(10).20; δορά, of a boar, B.5.124; prob. of colour, red-brown, tawny, since sleek, shining, or fiery, fierce do not suit all cases (but αἴ. θῆρες fierce, Pl.R. 559d); pr. n. of horse, Il.8.185.IV metaph. of men, hot, fiery, S.Aj. 221 (lyr.), 1088, Hermipp.46; αἴθων λῆμα fiery in spirit, A.Th. 448; λιμὸς αἴθων prob. in Hes.Op. 363, Epigr. ap. Aeschin.3.184, Call. Cer.68. (The forms αἴθονα, αἴθονος have been corrupted into αἴθοπα, αἴθοπος, Hes. Op. l.c., S.Aj. 221.) -
84 αὐλών
A hollow between hills or banks, defile, glen, h.Merc.95, Hdt.7.128, 129, Ar.l.c. (lyr.); expld. as οἱ στενοὶ καὶ ἐπιμήκεις ποταμοί Sch. Il.Oxy.221 xiv 19. -
85 Βαβυλών
A Babylon, Alc.Supp.16.10, etc.:—[full] Βᾰβῠλώνιοι, οἱ, Babylonians, Hdt.1.77, etc., and [full] Βᾰβῠλωνία, ἡ, Babylonia, Arist. Oec. 1352b27:—also [full] Βᾰβῠλωνεύς, έως, ὁ, St.Byz.; fem. [full] Βᾰβῠλωνίς, ίδος, Nonn.D.40.303:—Adj. [full] Βᾰβῠλώνιος, α, ον, Hdt.1.106, etc.; ος, ον, Arr.An.6.29.6; or [full] Βᾰβῠλωνιακός, ή, όν, Alex.308.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βαβυλών
-
86 βαθυπώγων
A with thick beard, D.S.34.1, Plu.2.710b, Luc.JTr.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυπώγων
-
87 Βακχιών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βακχιών
-
88 Βάκχων
-
89 βαρυσκίπων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυσκίπων
-
90 βαρυχείμων
A with heavy storms, Theognost.Can. 460.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυχείμων
-
91 βαυβών
-
92 βιοτήσιος
βῐοτ-ήσιος, ον,A supporting life,ὦνος A.R. 2.1006
; ναυτιλίη β. voyage of life, AP 9.208; ἴχνος ὅπου λήγει β. benndorf-Niemann Reisen in Lykien u. Karien p.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιοτήσιος
-
93 βίσων
-
94 βλήχων
-
95 βοηδρομιών
βοηδρομ-ιών, ῶνος, ὁ, name of a month at Athens, etc., D.3.5, Arist.HA 578b13, SIG282.18 (Priene, iv B. C.), etc. (WrittenAΒοι- IG22.657
, al.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηδρομιών
-
96 βολεών
-
97 βομβών
-
98 βορβύλα
βορβύλα, ἡ, aGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βορβύλα
-
99 βοσκεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσκεών
-
100 βουβών
A groin, Il.4.492, etc.;κοινὸν μέρος.. μηροῦ καὶ ἤτρου β. Arist.HA 493b9
: in pl.,μέχρι βουβώνων Pherecr.23
, cf. Luc. Tim. 56.2 in pl., glands, Hp.Epid.2.2.24.II = Lat. bubo, owl, Id.AJ18.6.7, 19.8.2.
См. также в других словарях:
ὦνος — price paid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώνος — (I) ὁ, Α [ὠνοῡμαι / ὠνῶ] 1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή ενός πράγματος ως αντίτιμο τής αξίας του, τιμή 2. αγορά, ὠνή* 3. αντικείμενο αγοραπωλησίας, ώνιο, εμπόρευμα. (II) Α κράση αντί ὁ οἶνος … Dictionary of Greek
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek
παραδεισών — ῶνος, ὁ, Α δενδρόκηπος, περιβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] … Dictionary of Greek
πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] … Dictionary of Greek
πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] … Dictionary of Greek
προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] … Dictionary of Greek
προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] … Dictionary of Greek