Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥῄδιος

См. также в других словарях:

  • ρήδιος — ία, ον, Α ιων. τ. βλ. ράδιος …   Dictionary of Greek

  • ῥῄδιον — ῥῄδιος easy masc acc sg ῥῄδιος easy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηίδι' — ῥηΐδια , ῥᾴδιος easy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ῥηΐδιε , ῥᾴδιος easy masc voc sg (epic ionic) ῥηΐδιαι , ῥᾴδιος easy fem nom/voc pl (epic ionic) ῥηίδια , ῥῄδιος easy neut nom/voc/acc pl ῥηίδιε , ῥῄδιος easy masc voc sg ῥηίδιαι , ῥῄδιος easy… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηιδίας — ῥηϊδίᾱς , ῥᾴδιος easy fem acc pl (epic ionic) ῥηϊδίᾱς , ῥᾴδιος easy fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ῥηιδίᾱς , ῥῄδιος easy fem acc pl ῥηιδίᾱς , ῥῄδιος easy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηιδίων — ῥηϊδίων , ῥᾴδιος easy fem gen pl (epic ionic) ῥηϊδίων , ῥᾴδιος easy masc/neut gen pl (epic ionic) ῥῄδιος easy fem gen pl ῥῄδιος easy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηιδίως — ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy adverbial (epic ionic) ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy masc acc pl (epic doric ionic) ῥῄδιος easy adverbial ῥῄδιος easy masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηίδιον — ῥηΐδιον , ῥᾴδιος easy masc acc sg (epic ionic) ῥηΐδιον , ῥᾴδιος easy neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ῥῄδιος easy masc acc sg ῥῄδιος easy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῃδίως — ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy adverbial (epic ionic) ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy masc acc pl (epic doric ionic) ῥῄδιος easy adverbial ῥῄδιος easy masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …   Dictionary of Greek

  • ῥηιδίαις — ῥηϊδίαις , ῥᾴδιος easy fem dat pl (epic ionic) ῥῄδιος easy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηιδίη — ῥηϊδίη , ῥᾴδιος easy fem nom/voc sg (epic ionic) ῥῄδιος easy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»