-
1 ρωχμός
-
2 ῥωχμός
-
3 ῥωχμός
-
4 ρωχμος
-
5 ῥωχμός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥωχμός
-
6 ῥωχμός
-
7 ῥωχμός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥωχμός
-
8 ῥωχμός
A cleft, ῥ. ἔην γαίης a runnel or gutter scooped out by heavy rains, Il.23.420, cf. A.R.4.1545, Bion Fr.1, Opp.C.3.323;τῆς πέτρας Plu. Crass.4
; οἱ ἀπὸ τῶν σεισμῶν ῥ. Str.8.5.7.------------------------------------ῥωχ-μός (B), ὁ, -
9 βαθύῤ-ῥωχμος
βαθύῤ-ῥωχμος, χαράδρα, tiefklüftig, Qu. Sm. 1, 686.
-
10 ἐκ-ρήγνῡμι
ἐκ-ρήγνῡμι (s. ῥήγνυμι), 1) herausbrechen, -reißen; νευρὴν δ' ἐξέῤῥηξε (eigtl. aus dem Bogen), Il. 15, 469; ὕδωρ – ὁδοῖο, hatte aus dem Wege Etwas ausgerissen, ῥωχμὸς ἔην γαίης, 23, 421; νεφέλη ὄμβρον ἐκρήξει, Regen losbrechen lassen, Plut. Fab. Max. 12; übertr., ὀργήν, Zorn ausbrechen lassen, Luc. Calumn. 23. – 21 intr., hervor-, losbrechen; οὔποτ' ἐκρήξει μάχη καϑ' ἡμᾶς Soph. Ai. 762, die Kämpfer uns gegenüber werden nicht durchbrechen; ἐκρήξας εἰς τὸν ὑπὲρ γῆς τόπον ἄνεμος Arist. Meteorl. 2, 8. Häufiger so im pass., ἔνϑεν ἐκραγήσονται ποταμοί Aesch. Prom. 367; ἐκραγῆναι εἴς τινα, gegen Einen losfahren, Her. 6, 129; τέλος δὲ ἐξεῤῥάγη εἰς τὸ μέσον, endlich wurde es bekannt, 8, 74; vgl. D. Sic. 18, 67; von den Wunden, aufbrechen, Nic. Al. 211; ἐξεῤῥάγη ὄμβρος, ἀστραπή, Poll. 1, 116.
-
11 ῥωχμή
-
12 ῥωγμός
-
13 ρωχμοίο
-
14 ῥωχμοῖο
-
15 ρωχμοίς
-
16 ῥωχμοῖς
-
17 ρωχμού
-
18 ῥωχμοῦ
-
19 ρωχμοί
-
20 ῥωχμοί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥωχμός — cleft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ῥωχμοῖο — ῥωχμός cleft masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμοῖς — ῥωχμός cleft masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμοί — ῥωχμός cleft masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμοῦ — ῥωχμός cleft masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμούς — ῥωχμός cleft masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμῷ — ῥωχμός cleft masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμόν — ῥωχμός cleft masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
ρογμός — ὁ, Α βλ. ρωχμός (Ι) … Dictionary of Greek