Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥυτῆρες

См. также в других словарях:

  • ῥυτῆρες — ῥῡτῆρες , ῥυτήρ one who draws masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MASSAGETAE — populi Sarmatiae Europaeae iuxta Euxinum mare, qui Alani, quasi graves Getae, Massa enim apud Scythas grave significat, teste Isidorô. Ultra mare Caspium, Orientem versus, trans Araxem eos ponit Dionysius v. 739. Τοὺς δὲ μετ᾿ ἀντολίην δὲ, πέρην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρυτήρας — ο / ῥυτήρ, ῆρος, ΝΑ 1. αυτός που σέρνει ή τεντώνει κάτι («ῥυτῆρα βιοῡ» ελκυστήρας τόξου, τοξότης, Ομ. Οδ.) 2. το χαλινάρι 3. φρ. «τρέχει από ρυτήρος» ή «ἀπὸ ῥυτῆρος ἐλαύνειν» (για άλογο) τρέχει με χαλαρωμένα τα ηνία ώστε να καλπάζει χωρίς κανένα… …   Dictionary of Greek

  • χαλινίσκος — ο, Ν απλός τύπος χαλινού αποτελούμενος μόνον από υποστόμιο παραχαλινίδας, παραγναθίδες, κορυφαία, υποδέραιο, προμετωπίδιο, περιστόμιο και από τους ρυτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + υποκορ. κατάλ. ίσκος*] …   Dictionary of Greek

  • χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»