-
1 ροπη
1) склонение, наклоненность, наклонῥοπέν ἔχειν μέχρι τινός Arst. — склоняться (тяготеть) к чему-л.;
ἐπὴ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρείδεσθαι Plat. — находиться в равновесии;διαφέρειν или διαστρέφειν τέν ῥοπήν Plut. — нарушать равновесие;εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνειν Polyb. — склоняться то в одну, то в другую сторону;ῥ. δίκης Aesch. — весы правосудия2) обстоятельство, факторμεγάλη ῥ. Dem. — важный фактор;
σμικρὰ παλαιὰ σώματ΄ εὐνάζει ῥ. Soph. — ничтожное обстоятельство валит с ног стариков;ἐπὴ ῥοπῆς μιᾶς εἶναι Thuc. — иметь один лишь шанс, т.е. висеть на волоске3) поворотный пункт, решающий момент, важное обстоятельствоἔχεσθαι ῥοπᾶς Arph. или ἐν ῥοπῇ κεῖσθαι Soph. — находиться в критическом положении;
ῥ. βίου μοι Soph. — жизнь моя на исходе4) вес, значение, важностьοὐ μικράν τινα ροπέν εἶναι οἴεσθαί τι Xen. — придавать чему-л. немалое значение;
μεγάλην ἔχειν ῥοπέν πρός τι Arst. — иметь большое значение для чего-л. -
2 ροπή
η1) наклон; 2) перен. тенденция; склонность; наклонность (чаще к дурному) -
3 ροπή
[ропи] оЬа. Θ наклонение, наклон, импульс, наклонность, склонность. -
4 αντισηκοω
уравновешивать, возмещать(τινος Eur. и τινι Aesch.)
ἀντισηκώσας σε φθείρει τις τῆς εὐπραξίας Eur. — кто-то в воздаяние (т.е. из мести) разрушает твое благополучие;ἀ. χάριν τινι Luc. — отблагодарить за что-л.;δὴς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ τινι Aesch. — быть вдвое тяжелее чего-л.
См. также в других словарях:
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
ῥοπῇ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπή — turn of the scale fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροπή — η 1. το να κλίνει, να γέρνει κανείς προς τα κάτω, γέρσιμο: Η ζυγαριά του είχε μιαν ελαφρή ροπή προς τα δεξιά. 2. κλίση σε κάτι, τάση: Έχει ροπή στην ψευδολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥοπῆι — ῥοπῇ , ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπαῖς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπαί — ῥοπή turn of the scale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπᾶς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπᾷ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπῆς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπῇς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)