-
1 ρινος
Iἥ1) кожа(ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Hom.)
2) шкура(βοός Soph.; λέοντος Pind.)
3) щит из бычачьей шкурыIIgen. к ῥίς См. ρις -
2 ρις
ῥῑνός, редко Anth. ῥῐνός ἥ1) тж. pl. нос Hom., Her., Arph. etc.ἕλκειν τινὰ τῆς ῥινός Luc. — водить кого-л. за нос
2) pl. ноздри Hom. -
3 ευρινος
-
4 ακρος
31) высший, верхнийἀκροτάτῃ κορυφῇ Hom. — на самой вершине;
ἐπ΄ ἄκρων ὀρέων Soph. — на вершинах гор;ἄκρη πόλις Hom. = ἀκρόπολις2) наружный, поверхностныйἄκρη ῥινός Hom. — поверхность кожи;
οὐκ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Eur. — это глубоко врезалось в мое сердце (ср. 3)3) крайнийἄκρη χείρ Hom., Her. — кисть руки, рука;
ἄκρα γλῶσσα Soph. — кончик языка;ἐπ΄ ἄκρων (sc. ποδῶν или δακτύλων) Soph. — на цыпочках;πεδίον ἄκρον Soph. — край равнины;ἄκρα ἱστία Arph. — край парусов;πρὸς ἄκρον μυηλὸν ψυχᾶς Eur. — до глубины души (ср. 2);ἄκρα νύξ Soph. — глубокая (поздняя) ночь;ἄ. ὀργήν Her. — вспыльчивый;οἱ ἄκροι Arst. — крайние классы, т.е. богачи и бедняки4) наилучший, превосходный, отличный(εἴς и περί τι Plat.; ἀνήρ Her.; τεχνῖται καὴ σοφισταί Plut.)
ἄκροι γενόμενοι ταύτην τέν ἡμέραν Her. — храбро сражаясь в этот день;ψυχέν οὐκ ἄ. Her. — павший духом, малодушный;οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως Plat. — величайшие представители поэзии;ἐγώ σοι μάντις εἰμὴ τῶν δ΄ ἄ. Soph. — это я тебе безошибочно предсказываю;ἄ. διαλέγεσθαι Plut. — искусный в споре;Ἄργείων ἄκροι Eur. — аргосская знать;ἥ ἄκρα ἐπιμέλεια Plut. — тщательный уход -
5 διαστολη
ἥ1) растяжение, расширение(πνεύμονος Arst., Plut.)
2) разрежение(ὕλης Arst.)
3) выемка, желобок(ἐν τῷ πέρατι τῆς ῥινός Plut.)
4) разделение, разобщение(παροικοδομεῖν εἰς διαστολάς Plut.)
5) различение(διαστολῇ χρήσεσθαι Plut.)
6) обстоятельность -
6 ευρις
-
7 κραταιρινος
-
8 σιμον
τό1) подъем, крутизнаπρὸς τὸ σ. Xen., Arst. — в гору;
ὑπερβάλλειν τὰ σιμά Xen. — преодолевать подъемы2) вздернутость или приплюснутость(τῆς ῥινός Xen.)
-
9 ταλαυρινος
21) досл. крепкокожаный, т.е. со щитом из крепкой кожи, перен. неуязвимый в бою(πολεμιστής Hom.)
2) неукротимый, жестокий(πόλεμος Arph.)
3) толстый, крепкий(χρὼς ἵππου Anth.)
-
10 χερμαστηρ
χ. ῥινός Anth. — камнеметательный ремень, ременная праща
-
11 ψευδος
1) ложь, обман Hom., Pind.ψ. λέγειν Soph. и ψ. ψεύδεσθαι Plat. — говорить ложь;
τέρατα ψεύδους NT. — ложные чудеса2) ошибка, заблуждениеτὸ δὲ ὅλον ψ. ἐστι Plat. — все это неверно;
τὸ πρῶτον ψ. лог. Arst. (лат. error fundamentalis) — принципиальная ошибка3) вымысел, поэтическая фантазия(ψ. γλυκύ, ψεύδεα ποικίλα Pind.)
4) хитрость, уловка(ψεύδεα βουλεύειν Hom.; ψ. τοῦ στρατηγήματος Diod.)
5) прыщик(ψεύδεα ῥινός Theocr.)
-
12 ρίς
(γεν. ρινός) η нос
См. также в других словарях:
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek
ῥινός — ῥῑνός , ῥίς nose fem gen sg ῥῑνός , ῥινός skin fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κραταίρινος — κραταίρινος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινό ρινος, οστρακό ρινος] … Dictionary of Greek
ρίνη — η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῑνα Α 1. λειαντικό όργανο, λίμα 2. ζωολ. βλ. ρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. τής λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω τής… … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
носъ — НОС|Ъ (39), А с. 1.Нос, часть лица: Блѧдѹщюмѹ черньцю по законѹ. людьскомѹ носъ ѥмѹ ѹрѣзають. ЗС 1280, 338в; то же ЗС XIV, 24 об.–25; овомѹ носа ѹрѣзаша. а iномѹ очи выимаша. кто василь˫а на зло повелъ. ЛН XIII–XIV, 136 (1257); бѧше же ту лице… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κοσκινόρινος — κοσκινόρινος, ὁ (Α) (για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινό ρρινος, μελά ρρινος] … Dictionary of Greek
λεπτόρρινος — η, ο (Μ λεπτόρρινος, ον) αυτός που έχει στενή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ῥίς, ῥινός «μύτη» (πρβλ. εύ ρινος)] … Dictionary of Greek