См. также в других словарях:
ραπαύλης — και ῥαππαύλας και ῥαπαταύλης και ῥαπταύλης, ὁ, ΜΑ ο αυλητής, αυτός που παίζει με καλάμι από ράπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός (πρβλ. καλαμ αύλης), Ο τ. ῥαπαταύλης < ῥαπατήν, διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥάπα στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα), ενώ… … Dictionary of Greek
ράπαυλος — ὁ, Α ο ῥαπαύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός, πρβλ. δί αυλος (πρβλ. και το χωρίο τού Ησύχ. στη λ. ῥάπα)] … Dictionary of Greek
ραπαταύλης — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης … Dictionary of Greek
ραππαύλας — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης … Dictionary of Greek
ραπταύλης — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης … Dictionary of Greek