Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ᾰμῐαντος

См. также в других словарях:

  • Ἀμίαντος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίαντος — undefiled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμίαντος — (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή. * * * (I) η, ο (Α ἀμίαντος, ον) 1. αυτός που δεν μιάνθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • αμίαντος — η, ο αμόλυντος, αγνός: Και τις εκκλησίες ακόμη οι εισβολείς δεν τις άφησαν αμίαντες. αμίαντος, ο και αμίαντο, το ορυκτό ινώδες, άφλεκτο· χρησιμοποιείται και ως πυρίμαχο υλικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμιάντως — ἀμίαντος undefiled adverbial ἀμίαντος undefiled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίαντον — ἀμίαντος undefiled masc/fem acc sg ἀμίαντος undefiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμιάντοις — Ἀμίαντος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιάντοις — ἀμίαντος undefiled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμιάντου — Ἀμίαντος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιάντου — ἀμίαντος undefiled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμιάντους — Ἀμίαντος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»