-
1 Αμίαντος
-
2 Ἀμίαντος
-
3 αμίαντος
-
4 ἀμίαντος
-
5 ἀμίαντος
ἀμίαντος, ον,A undefiled, pure,ὕδωρ Thgn.447
; ;αἰθήρ B.3.86
; A.Pers. 578 calls the sea ἡ ἀμίαντος; ἀ. τοῦ ἀνοσίου πέρι free from stain of ungodliness, Pl.Lg. 777d;περὶ τῶν ὁσιωτάτων Epicur.Nat.15.34
;γάμοι οἱ ἀ. Epigr.Gr.204.13
([place name] Cnidos), cf. Ep.Hebr. 13.4; ;κληρονομία 1 Ep.Pet.1.4
.2 not to be defiled, D.H.2.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμίαντος
-
6 ἀμίαντος
ἀμίαντος, ον (μιαίνω ‘to defile’; Pind. et al.; Wsd.; TestJos 4:6; JosAs 15:14 cod. A [p. 62, 17 Bat.]; 2 Macc., Philo; PGM 4, 289) undefiled only fig. (Pla., Leg. 6, 777e; Plut., 529 [Nic. 9, 5] al.), pure in relig. and moral sense.ⓐ of things κοίτη ἀ. (parall. τίμιος γάμος; cp. Kaibel 204, 13 [I B.C.]; Plut., Numa 66 [9, 5]; Wsd 3:13) Hb 13:4; w. καθαρός (Cornutus 20 p. 36, 9; Plut., Per. 173 [39, 2], Mor. 383b; 395e; Jos., Bell. 6, 99; TestJos 4:6): θρησκεία ἀ. Js 1:27 (cp. Wsd 4:2). σάρξ Hs 5, 7, 1 (cp. Wsd 8:20 σῶμα ἀ.); w. ἁγνός: βάπτισμα 2 Cl 6:9; χεῖρες ἀ. 1 Cl 29:1; w. καθαρός, ἄκακος: μετάνοια Hm 2:7; w. ἄσπιλος: σάρξ Hs 5, 6, 7; w. ἄφθαρτος and ἀμάραντος: κληρονομία 1 Pt 1:4.—Subst. ὁ ἀμίαντος asbestos (cp. deStrycker p. 112, n. 4).ⓑ of pers.: w. ὅσιος, ἄκακος of Christ Hb 7:26. τὰς θυγατέρας τῶν Ἑβραίων τὰς ἀ. GJs 6:1; 7:2; τὰς παρθένους τὰς ἀ. 10:1; of Mary ἀ. τῷ θεῷ 10:1.—DELG s.v. μιαίνω. M-M. TW. -
7 ἀμίαντος
1 pure, unblemished ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. -
8 ἀμίαντος
-
9 αμίαντος
asbestosΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αμίαντος
-
10 αμιάντως
-
11 ἀμιάντως
-
12 αμίαντον
-
13 ἀμίαντον
-
14 Αμιάντοις
-
15 Ἀμιάντοις
-
16 Αμιάντου
-
17 Ἀμιάντου
-
18 Αμιάντους
-
19 Ἀμιάντους
-
20 Αμιάντω
См. также в других словарях:
Ἀμίαντος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίαντος — undefiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμίαντος — (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή. * * * (I) η, ο (Α ἀμίαντος, ον) 1. αυτός που δεν μιάνθηκε,… … Dictionary of Greek
αμίαντος — η, ο αμόλυντος, αγνός: Και τις εκκλησίες ακόμη οι εισβολείς δεν τις άφησαν αμίαντες. αμίαντος, ο και αμίαντο, το ορυκτό ινώδες, άφλεκτο· χρησιμοποιείται και ως πυρίμαχο υλικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμιάντως — ἀμίαντος undefiled adverbial ἀμίαντος undefiled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίαντον — ἀμίαντος undefiled masc/fem acc sg ἀμίαντος undefiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμιάντοις — Ἀμίαντος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιάντοις — ἀμίαντος undefiled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμιάντου — Ἀμίαντος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιάντου — ἀμίαντος undefiled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμιάντους — Ἀμίαντος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)