-
1 γλυκόπ(ι)οτος
η, ο сладкий на вкус, приятный (о на питках) -
2 γλυκόπ(ι)οτος
η, ο сладкий на вкус, приятный (о на питках) -
3 απολωλώς
(-ότος), υία, ός:απολωλός πρόβατον прям., перен. — заблудшая овца
-
4 γεγονός
(-ότος) τό1) событие, происшествие;σπουδαίο (πρωτάκουστο) γεγονός — важное (неслыханное) событие;
2) факт;αναμφισβήτητο γεγονός — неоспоримый факт;
είναι γεγονός — ото факт;
γεγονός είναι ότι... — факт, что...;
διαστρεβλώνω τα γεγονότα — искажать факты;
§ θέτω κάποιον προ τετελεσμένου γεγονότος — поставить кого-л. перед совершившимся фактом.
-
5 ειδώς
(-ότος), υία, ός знающий, сведущий;οι ειδότες знатоки -
6 εικός
-
7 ειωθός
(-ότος) τό:κατά τα ειωθότα — как обычно; — как принято
-
8 επιπεφυκώς
(-ότος) ο анат. конъюнктива -
9 συμβεβηκός
-
10 δεδιος
-
11 εικος
1) (нечто) разумное, справедливоеεἰ. и ὡς εἰ. Soph., ὡς οἰ. Her., ὡς τὸ εἰ. и οἷον εἰ. Plat. — по справедливости, как и следует (следовало), естественно;
παρὰ τὸ εἰ. Thuc. — вопреки разумным доводам, без всяких оснований2) (нечто) вероятное, правдоподобноеκατὰ τὸ εἰ., ἐκ τοῦ εἰκότος, ἐκ τῶν εἰκότων и τῷ εἰκότι Thuc., παντὴ τῷ οἰκότι Her. — по всей вероятности;
τοῦ εἰκότος πέρα Soph. — невероятно;τῷ εἰκότι χρῇσθαι Plat. — пользоваться методом предположения;παρὰ τὸ εἰ. Arst. — против ожидания (ср. 1) -
12 εικως
εἰκώς, ἐοικός1) похожий, сходный, подобныйφόβος ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος οὐδενὴ ἐοικώς Thuc. — ни с чем не сравнимый страх перед будущим;λέγειν μύθοις εἰκότα Eur. — рассказывать баснословные, т.е. невероятные вещи;καὴ τὰ ἐοικότα Sext. — и тому подобное2) подходящий, подобающий, тж. разумный(ἄκοιτις Hom.; λόγοι Plat.). - см. тж. εἰκός
-
13 εοικος...
ἐοικός...εἰκώς, ἐοικός1) похожий, сходный, подобныйφόβος ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος οὐδενὴ ἐοικώς Thuc. — ни с чем не сравнимый страх перед будущим;λέγειν μύθοις εἰκότα Eur. — рассказывать баснословные, т.е. невероятные вещи;καὴ τὰ ἐοικότα Sext. — и тому подобное2) подходящий, подобающий, тж. разумный(ἄκοιτις Hom.; λόγοι Plat.). - см. тж. εἰκός
-
14 κεχηνως
-
15 παρηκμακως
-
16 συνειδος
-
17 συνειδως
-
18 τετιημαι
(только part. τετιηώς, ότος и τετιημένος 3, а тж. 2 л. dual. τετίησθον) быть опечаленным, огорченным(τετιηότι θυμῷ Hom.)
φίλον τετιημένη ἦτορ Hom. — печальная сердцем (Пенелопа) -
19 τετληως
-
20 εἰκάζω
εἰκάζω 1. изображать, употреблять; 2. соображать; сравнивать pf. ἔοικα 1. быть похожим; казаться; 2. ≃ подобать, приличествовать part. ἐοικώς / εἰκώς υῖα, ός, gen. ότος, ['похожий'] правдоподобный, вероятный
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εσταότως — ἑσταότως (Α) επίρρ. επί ποδός, στο πόδι, ορθίως («ἑσταότως μὲν καλῶς ἀκουέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εσταώς, ότος τού ρ. ίστημι] … Dictionary of Greek
εστηκότως — ἑστηκότως (ΑΜ) επίρρ. σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εστηκώς, ότος τού ρ. ίστημι] … Dictionary of Greek
ευσυνειδότως — εὐσυνειδότως (Α) με πλήρη συνείδηση τής σημασίας, με απόλυτη κατανόηση τών νοημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. συν οιδώς, ότος τού σύν οιδα] … Dictionary of Greek
καθεστηκότως — (Α) επίρρ. ορισμένα, σταθερά, ήσυχα, κανονικά, με τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. πρκ. καθεστηκώς, ότος τού ρ. καθίστημι] … Dictionary of Greek
καταπεφρονηκότως — (Α) επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, ότος (μτχ. παρακμ. τού καταφρονῶ «περιφρονώ»)] … Dictionary of Greek
κατεπτηχότως — (Α) επίρρ. με πολύ φόβο, καταφοβισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεπτηχώς, ότος τού καταπτήσσω «κάθομαι ζαρωμένος, φοβισμένος»] … Dictionary of Greek
κεκμηώς — κεκμηώς, ότος και ώτος (Α) επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. τού κάμνω, αντί κεκμηκώς … Dictionary of Greek
μεμελετηκότως — (Α) επίρρ. με μελέτη, με άσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμελετηκώς, ότος, μτχ. παρακμ. τού μελετῶ] … Dictionary of Greek
μεμηνότως — (Α) επίρρ. με μανιακό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηνώς, ότος, μτχ. τού παρακμ. μέμηνα τού ρ. μαίνομαι] … Dictionary of Greek
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek