-
1 Ισκός
-
2 Ἰσκός
-
3 Ισκών
-
4 Ἰσκῶν
-
5 βασιλίσκος
A princelet, chieftain, Plb.3.44.5, OGI200.18 ([place name] Axum); also, = βασιλείδιον, Ath.13.566a.II kind of serpent, basilisk, perh. Egyptian cobra, Hp.Ep.19 ( Hermes 53.65), LXX Ps.90(91).13,al., Hld.3.8, Artem.4.56, Horap. 1.1, Democr.[300], Plin.8.78.IV sea-fish, Opp.H.1.129, Marc.Sid.26.V the star a Leonis, Regulus, Gem.3.5, Heph.Astr.2.18, etc.VI kind of shoe, Poll.7.85.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλίσκος
-
6 βολβίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βολβίσκος
-
7 βουβωνίσκος
βουβων-ίσκος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουβωνίσκος
-
8 βουκολίσκος
βουκολ-ίσκος, ὁ, a kind ofA bandage, Gal.18(1).777.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουκολίσκος
-
9 βωμίσκος
2 bandage, Gal.18(1).823.3 Arith., solid or solid number with all its dimensions unequal bounded by rectangles and trapezia, Hero *Deff.114, Theo Sm.p.41 H., Nicom.Ar.2.16, Syrian. in Metaph.143.7, al.b Geom., plane figure resembling the solid β. in appearance, Papp.878.4 name of a constellation, Ptol.Alm. 8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωμίσκος
-
10 γλαυκίσκος
γλαυκ-ίσκος, ὁ, a fish so called from its colour, Philem.79.21, Damox.2.18, PEdgar 15.4 (iii B. C.), AP5.184 (Asclep.).II a plant, Hegesand. 35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκίσκος
-
11 δακτυλίσκος
Aδάκτυλος 11
, IG7.3073.115 (Lebad.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακτυλίσκος
-
12 δεσποτίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτίσκος
-
13 Διονυσίσκος
A person who has bony excrescences on the temples, Heliod. ap. Orib.46.28.2, Gal.19.443.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσίσκος
-
14 διφρίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφρίσκος
-
15 δραπετίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπετίσκος
-
16 θαμνίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαμνίσκος
-
17 θυλακίσκος
θῡλακ-ίσκος, ὁ,=II = θυλάκιον 11, Dsc.2.106.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυλακίσκος
-
18 καδίσκος
II voting-urn used in lawcourts,ὁ δὲ κ... ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί Phryn.Com.32
, cf. Ar.V. 853, Lys.13.37, Lycurg.149; καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον (in a civil cause), D.43.10, cf. Is.11.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καδίσκος
-
19 καλαθίσκος
2 Archit., = κόφινος, of the coffers, panels of a ceiled roof, Chor.p.118B.II a kind of dance, Apolloph.1, Men.1018, Poll.4.105; prob. l. for [suff] κᾰλαθ-ισμός, Ath.14.629f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαθίσκος
-
20 καλαμίσκος
κᾰλαμ-ίσκος, ὁ, Dim. of κάλαμος, used as a tube or phial, Ar.Ach. 1034, Gp.20.24.1; in Surgery, Antyll. ap. Orib.44.23.39, Gal.2.873, Paul.Aeg.6.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμίσκος
См. также в других словарях:
Ἰσκός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
ισκός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας. 1. Ανδρέας (ή Καραΐσκος). Η οικογένειά του υπηρετούσε στα αρματολίκια της περιοχής και ο ίδιος υπηρέτησε στην Αυλή του Αλή πασά. Πήρε μέρος στις εκστρατείες του Ομέρ… … Dictionary of Greek
Ἰσκῶν — Ἰσκός of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονίσκος — ο (υποκορ. τού ηγεμόνας) 1. μικρός ηγεμόνας, άρχοντας μικρής χώρας 2. ο μικρός σε ηλικία ηγεμόνας 3. ηγεμόνας χωρίς αξία, χωρίς αξιοπρέπεια, ανίσχυρος 4. μτφ. προϊστάμενος με σατραπική συμπεριφορά προς τους υπαλλήλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών,… … Dictionary of Greek
ηλίσκος — ἡλίσκος, ὁ (Α) μικρό καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλ τού ήλος «καρφί» + υποκορ. κατάλ. ισκος (πρβλ. ακμον ίσκος, λυχν ίσκος)] … Dictionary of Greek
ηνίσκος — ἡνίσκος, ὁ (Α) μικρό δερμάτινο λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος] … Dictionary of Greek
θαλαμίσκος — ο (υποκορ. τού θάλαμος) 1. μικρός θάλαμος, δωματιάκι 2. αστροναυτ. διαμέρισμα επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό τού οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. υποκορ. ισκος (πρβλ. λοφ ίσκος, υπαλληλ ίσκος). Η … Dictionary of Greek
θαμνίσκος — θαμνίσκος, ό (Α) μικρός θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αμφορ ίσκος, λυκ ίσκος)] … Dictionary of Greek
θολίσκος — ο μικρός θόλος, θόλος μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. λυκ ίσκος, οβελ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Παναγ. Ρομπότη] … Dictionary of Greek
θυλακίσκος — θυλακίσκος, ὁ (Α) 1. καλάθι ψωμιού, σακούλι 2. θυλάκιο, μικρός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek