Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ίσκος

См. также в других словарях:

  • Ἰσκός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • ισκός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας. 1. Ανδρέας (ή Καραΐσκος). Η οικογένειά του υπηρετούσε στα αρματολίκια της περιοχής και ο ίδιος υπηρέτησε στην Αυλή του Αλή πασά. Πήρε μέρος στις εκστρατείες του Ομέρ… …   Dictionary of Greek

  • Ἰσκῶν — Ἰσκός of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγεμονίσκος — ο (υποκορ. τού ηγεμόνας) 1. μικρός ηγεμόνας, άρχοντας μικρής χώρας 2. ο μικρός σε ηλικία ηγεμόνας 3. ηγεμόνας χωρίς αξία, χωρίς αξιοπρέπεια, ανίσχυρος 4. μτφ. προϊστάμενος με σατραπική συμπεριφορά προς τους υπαλλήλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών,… …   Dictionary of Greek

  • ηλίσκος — ἡλίσκος, ὁ (Α) μικρό καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλ τού ήλος «καρφί» + υποκορ. κατάλ. ισκος (πρβλ. ακμον ίσκος, λυχν ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • ηνίσκος — ἡνίσκος, ὁ (Α) μικρό δερμάτινο λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • θαλαμίσκος — ο (υποκορ. τού θάλαμος) 1. μικρός θάλαμος, δωματιάκι 2. αστροναυτ. διαμέρισμα επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό τού οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. υποκορ. ισκος (πρβλ. λοφ ίσκος, υπαλληλ ίσκος). Η …   Dictionary of Greek

  • θαμνίσκος — θαμνίσκος, ό (Α) μικρός θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αμφορ ίσκος, λυκ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • θολίσκος — ο μικρός θόλος, θόλος μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. λυκ ίσκος, οβελ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Παναγ. Ρομπότη] …   Dictionary of Greek

  • θυλακίσκος — θυλακίσκος, ὁ (Α) 1. καλάθι ψωμιού, σακούλι 2. θυλάκιο, μικρός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»