Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

άομαι

См. также в других словарях:

  • αυταπατώμαι — ( άομαι) απατώ τον εαυτό μου, σχηματίζω λανθασμένη κρίση για κάτι δικό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + απατώμαι ( άομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για …   Dictionary of Greek

  • υποσταχυώμαι — άομαι, Α (δ. αν.) ὑποσταχύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ὑποσταχύομαι, κατά τα συνηρ. σε άομαι, ῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… …   Dictionary of Greek

  • αλληλερωτώμαι — ( άομαι) και αλληλο ρωτιέμαι από κάποιον και αντίστοιχα τόν ρωτώ κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ερωτώ ( ώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοεξαπατώμαι — ( άομαι) εξαπατώμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εξαπατώ ( ώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοπαρορμώμαι — ( άομαι) παρορμώμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + παρορμώ ( ώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… …   Dictionary of Greek

  • αναπειρώμαι — ( άομαι) (Α ἀναπειρῶμαι) επιχειρώ εκ νέου, ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ αρχ. 1. κάνω δοκιμή σε κάτι, εξετάζω, δοκιμάζω 2. (ως ναυτ. όρος) κάνω γυμνάσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πειρῶμαι «δοκιμάζω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάπειρα] …   Dictionary of Greek

  • παπταλώμαι — άομαι, Α παπταίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στη μτχ. παπταλώμενος < παπταίνω, κατ επίδραση τού παμφαλώμενος, μτχ. τού παμφαλῶ «βλέπω κατάπληκτος, θαυμάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»