Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὦξα

См. также в других словарях:

  • ᾤξα — ἄ̱ϊ̱ξα , ἀίσσω shoot aor ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾦξα — ὀίζω cry aor ind act 1st sg οἴγω open aor ind act 1st sg οἴγω open aor ind act 1st sg (epic) ὠίζω to sit on eggs aor ind act 1st sg ὠίζω to sit on eggs aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδιώχνω — ωξα, ώχτηκα, ωγμένος, διώχνω κάποιον μακριά: Όπου κι αν πήγαινε, όλοι τον απόδιωχναν. Ουσ. αποδιώξιμο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμαζεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, και παραμαζώνω ωξα, ώχτηκα, ωμένος 1. συγκεντρώνω, συναθροίζω υπερβολικά: Παραμάζεψα σήμερα ραδίκια. 2. περιορίζω τις διαστάσεις, μικραίνω, κονταίνω: Τον παραμάζεψες τον ποδόγυρο κι έγινε κοντό το φουστάνι. 3. μπάζω κρυφά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμαζεύω — και συμμαζώνω συμμάζεψα και ωξα, συμμαζεύτηκα και ώχτηκα, συμμαζεμένος και ωμένος 1. περισυλλέγω: Η κλώσα συμμαζεύει τα πουλάκια της. – Είναι καιρός να συμμαζέψω τα βιβλία που δάνεισα. 2. τακτοποιώ: Συμμάζεψε λίγο το σπίτι να μη μας βρουν σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»