-
1 ωθεί
ὠθέωthrust: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ὠθέωthrust: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 ὠθεῖ
ὠθέωthrust: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ὠθέωthrust: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 ώθει
ὀθέωimperf ind act 3rd sg (attic epic)ὠθέωthrust: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ὠθέωthrust: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ὠθέωthrust: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
4 ὤθει
ὀθέωimperf ind act 3rd sg (attic epic)ὠθέωthrust: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ὠθέωthrust: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ὠθέωthrust: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
5 ὠθέω
A (troch.), D.9.65, ([etym.] ἐξ-) Th. 7.52, etc., and ἐώθει even in h.Merc. 305; [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ὤθει Il.21.241
; [dialect] Ion.ὤθεσκε Od.11.596
: but is f.l. for ὠθεῖ ([place name] Kirchhoff): [tense] fut. , Ar.Ec. 300 (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Aj. 1248; but , Andr. 344, and always in Prose;ἀπ-ώσω Od.15.280
, [dialect] Ep. inf.ἀπ-ωσέμεν Il.13.367
: [dialect] Att. [tense] aor. , etc., ([etym.] ἐξ-) S.OC 1296, 1330, etc.; [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ὦσα Il.1.220
, Hdt.7.167, [dialect] Ep.ὤσασκε Od.11.599
; butἔωσα Il.16.410
, ([etym.] ἀπ-) Od.9.81; laterὤθησα Ael.NA13.17
, etc.: [tense] pf. ἔωκα ([etym.] ἐξ-) Plu.2.48c: [tense] plpf. ἐώκει ([etym.] ἐξ-) Id.Brut.42:—[voice] Med., [tense] fut. ὤσομαι ([etym.] ἀπ-) S.El. 944, etc., ([etym.] δι-) A.Fr.199.9, etc.:—[dialect] Att. [tense] aor.ἐωσάυην Th.4.43
, Ar.V. 1085 (troch., with vv. ll.); [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ὠσάμην Il.16.592
, Hdt.9.25, v.l. in Ar.V.l.c.:—[voice] Pass., [tense] fut. (v.l. ὠθήσομαι), ([etym.] ἐξ-) D.24.61: [dialect] Att. [tense] aor. ἐώσθην ([etym.] ἐξ-) X.HG2.4.34, etc.; later ὤσθην ([etym.] ἐξ-) Arr.An.4.25.3, Plot.4.4.45: [dialect] Att. [tense] pf.ἔωσμαι X.Cyr.7.1.36
, ([etym.] ἀπ-, περι-) Th.2.39, 3.57; [dialect] Ion. part.ἀπωσμένος Hdt.5.69
:— thrust, push,I mostly of human force, as of Sisyphus, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον he kept pushing it.., Od.11.596, cf. 599; ; [ἔγχος] ὑπὲκ δίφροιο pushed it away from.., Il.5.854;ἂψ ἐς κουλεὸν ὦσε ξίφος 1.220
; ; τὸν δε' Ζεὺς ὦσεν ὄπισθε χειρί ib. 694, cf. 13.193;ὦσαί [τινα] ἀφ' ἵππων 5.19
; ἀφ' ἵππων χαμᾶζε ib. 835, etc.; so ὦσαι ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ rush into the fire, Hdt.7.167; ὠ. τινα ἐπὶ κεφαλήν throw him headlong down, Pl.R. 553b ([voice] Pass.,ὠθέεσθαι ἐπὶ κ. Hdt.7.136
);ὠ. τινα ἐπὶ τράχηλον Luc.DMort.27.1
;πετρῶν ὦσαι κάτω E.Cyc. 448
, cf. Pl.Phdr. 229c;εἰς λιθοτομίας D.53.17
: freq. of weapons, ὠ. ξίφος δἰ ἀμφοτέρων thrust it through both, Hdt.3.78; ; ;φάσγανον δἰ ἥπατος Id.Med. 379
;ξίφος πρὸς ἧπαρ Id.Hel. 983
;δαλοῦ κώπην ἔσω βλεφάρων Id.Cyc. 485
(anap.), cf. 636; ἐκ μηροῦ δόρυ ὦσε θύραζε forced it out from the thigh, Il.5.694; τὸ ἱμάτιον ὦσαι εἰς τὸ στόμα stuff it into his mouth, Thphr.Char.2.4: τὴν θύραν ὠθεῖ forces the door, Ar.V. 152, cf. Lys.1.24; : sts. of other than human force, as of a stream,ὦσε δὲ νεκρούς Il.21.235
, cf. 241; of the wind,Νότος μέγα κῡμα ποτὶ.. ῥίον ὠθεῖ Od.3.295
; [ὁ ποταμὸς] ὠθεῖ κῦμα Metagen.6.3;ὠ. κολόκυμα Ar.Eq. 692
: metaph., .3 thrust out, banish,ὠ. ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ S.OT 1382
; ; ; ;ἔξω τινὰ φυγάδα Pl.R. 560d
; σπονδῶν ἄπο, ἀπὸ τῶν ἱερῶν, E.Ba.46, Aeschin. 2.86;ὠ. τινας ἀθάπτους S.Aj. 1307
:—[voice] Pass.,ὠθούμεθ' ἔξω Id.Fr.583.7
.4 metaph., ὠ. τὰ πρήγματα push matters on, hurry them, Hdt.3.81;ἐπιθυμία ὠθεῖ ἐπὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.VV 1250a24
.5 abs., ὦσα παρέξ pushed off from land, Od.9.488;ὤθει βιαίως E.Tr. 356
, cf. X.HG7.4.31; τὸ ὠθοῦν the motive power, Pl.Cra. 401d.II [voice] Med., mostly in [tense] aor., thrust or push away from oneself, force back, esp. in battle, freq. in Il., ;τείχεος ἂψ ὤσασθαι 12.420
; ὤσασθαι προτὶ Ἴλιον, προτὶ ἄστυ, 8.295, 16.655;τὴν ἵππον ὤσαντο Hdt.9.25
, cf. 3.72, 6.37;ὤσασθαί τινας κατὰ βραχύ Th.4.96
;ὠσαμένων τὸ εὐώνυμον κέρας Id.6.70
, etc.; once in Trag., E.IT 326: of a horse, throw its rider, Thgn.260 (s.v.l.).2 intrans., push, press forward, Th.4.11,35, Plu.Ages.32;ὠθεῖσθαι εἰς τὸ πρόσθεν X.HG7.1.31
;πρὸς τὴν πληγὴν ὁμόσε ὠθεῖσθαι Pl.Euthd. 294d
;εἰς χεῖρας ὠθεῖσθαι τοῖς ἐναντίοις Plu.Thes.5
.III [voice] Pass., to be thrust, pushed, or forced, rush or fall violently,ἐπὶ κεφαλήν Hdt.
(v. supr.1.1); ; , etc.;ἱδρῶτες ταχέως ὠθούμενοι Hp.Aph.7.85
.2 [voice] Med., crowd, throng, jostle, X.Cyr.3.3.64;ὠ. ὥσπερ ὕες Theoc.15.73
, cf. Arist.HA 572b25: impers. in [voice] Pass., ἐπὶ μέζον ὠθεῖται the crush gets worse, Herod.4.54. -
6 ὠθέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὠθέω
-
7 στυπάζει
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυπάζει
-
8 ῥαιστάζει
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαιστάζει
-
9 ῥαστάζει
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαστάζει
-
10 στύπος
Grammatical information: n.Meaning: `stick, shaft, stalk' (A. R., Nic., Plb.); cf. H.: στύπος στέλεχος, κορμός. καὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ σῶμα, καὶ τὸ κύτος (cod. κῆτος). καὶ ὁ ψόφος τῆς βροντῆς.Compounds: Note στυπογλύφος ξυλογλύφος. στύπος γὰρ ὁ στέλεχος ἤγουν τὸ πρέμνον.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Phonetically and semant. comparable are some Germ. and Balt. words: OWNo. stūfr m. `stump, tree-stump', MLG stūve m. `stumpf, (Germ.) Zeugrest', Latv. stups `worn broom' a.o. (Fick 1,145; 3, 496f.); also Russ. stópka `wooden nail on the wall' (Vasmer s.v.)? One considers further Toch. A ṣtop, ṣtow `stick' (because of ο for u loan from B?; v. Windekens Orbis 11, 194 a. 13, 226). Further connection uncertain, but rather to the group of τύπτω ("what is cut off, hewn off") than to στύω a. cogn. -- The byform στύμος στέλεχος, κορμός H. has secondary μ (after κορμός?; acc. to Specht KZ 68, 126 old variation π στύπος μ). -- The variation π\/μ is typical for Pre-Greek words; Furnée 222 - 227 (and 204 - 227), e.g. σπαρ-άσιον - σμάρ-δικον.Page in Frisk: 2,813-814Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στύπος
См. также в других словарях:
ὠθεῖ — ὠθέω thrust pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὠθέω thrust pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤθει — ὀθέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὠθέω thrust imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὠθέω thrust pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὠθέω thrust imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
Kydonen — (myk. ku do ni jo / Kudōnios; altgriechisch Κύδωνες Kýdones oder Κυδωνιάτας Kydoniátas)[1] ist die Bezeichnung eines bronzezeitlichen Volkes auf der griechischen Mittelmeerinsel Kreta. Nach ihnen beziehungsweise ihrem mythischen König Kydon… … Deutsch Wikipedia
Кидоны — Крит в античный период. На северо западе город Кидония (ныне Хания) … Википедия
έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek