Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὡμιλημένος

См. также в других словарях:

  • καθωμιλημένως — (Μ) επίρρ. με τη γλώσσα που μιλάει ο λαός, κατά τη λαϊκή γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθ ωμιλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. καθομιλῶ] …   Dictionary of Greek

  • ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»