-
1 ωιγνυντο
-
2 οιγνυμι
-
3 οιγω
эп. тж. οἴγνῡμι (impf. ἔῳγον и ἐῴγνῡν, fut. οἴξω; pass.: aor. ᾤχθην, pf. ἔῳγμαι; эп. impf. pass. ὠϊγνύμην)1) открывать, отворять(θύρας κληῗδι Hom.; στόμα πρὸς φίλους Aesch.)
ὠΐγνυντο πύλαι Hom. — ворота растворились2) открывать дверь(τινί Hom.)
3) вскрывать, откупоривать(οἶνον Hom.; πίθον Hes.)
См. также в других словарях:
ὠίγνυντο — οἴγω open imperf ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤιγνυντο — ᾤγνυντο , οἴγω open imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκσεύομαι — ἐκσεύομαι (Α) 1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η) 2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω 3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω 4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ… … Dictionary of Greek
οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… … Dictionary of Greek