Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὠφελ-έω

См. также в других словарях:

  • ὤφελ' — ὤφελε , ὀφείλω IG aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SYMPLEGADES — quae et Cyaneae, hodie le Pavonare, insul. duae, sive potius scopuli, trans Bosporum Thracium, in ipso Ponti Euxini ostio, mille quingentis passibus ab Europa distantes; tam modicô autem inter se discretae intervallô, ut ex adverso quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • είθε — και είθες και είθενες (AM εἴθε, Α και επικ. αἴθε Μ και ἔθε) μόριο που εκφράζει ευχή, άμποτε, μακάρι νεοελλ. είθε να (με υποτ. για ευχή που μπορεί να εκπληρωθεί ή οριστ. ιστορ. χρόνου για ανεκπλήρωτη ευχή («είθε να μην είχα γεννηθεί») αρχ. (με το… …   Dictionary of Greek

  • λόγιμος — λόγιμος, η, ον, θηλ. και ος (AM) αξιόλογος, περίφημος, εκλεκτός («πόλισμα λόγιμον», Ηρόδ.) μσν. μορφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. ιμος(πρβλ. δόκ ιμος, ωφέλ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • ποθήσιμος — ον, Α ποθητός, αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. ωφελ ήσιμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»