-
1 ωτακουστής
-
2 ὠτακουστής
-
3 ωτακουστης
-
4 ωτακουστής
ο тот, кто подслушивает -
5 ὠτακουστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠτακουστής
-
6 ὠτακουστής
ὠτ-ακουστής, ὁ, Horcher, Lauscher, Kundschafter -
7 ωτακουστής
kulak misafiri -
8 ωτακουστάς
ὠτακουστά̱ς, ὠτακουστήςlistener: masc acc plὠτακουστά̱ς, ὠτακουστήςlistener: masc nom sg (epic doric aeolic) -
9 ὠτακουστάς
ὠτακουστά̱ς, ὠτακουστήςlistener: masc acc plὠτακουστά̱ς, ὠτακουστήςlistener: masc nom sg (epic doric aeolic) -
10 ωτακουσταίς
-
11 ὠτακουσταῖς
-
12 ωτακουσταί
-
13 ὠτακουσταί
-
14 ωτακουστώ
ὠτακουστέωlisten: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὠτακουστέωlisten: pres ind act 1st sg (attic epic doric)ὠτακουστήςlistener: masc gen sg (attic epic ionic) -
15 ὠτακουστῶ
ὠτακουστέωlisten: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὠτακουστέωlisten: pres ind act 1st sg (attic epic doric)ὠτακουστήςlistener: masc gen sg (attic epic ionic) -
16 ωτακουστών
ὠτακουστέωlisten: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ὠτακουστήςlistener: masc gen pl -
17 ὠτακουστῶν
ὠτακουστέωlisten: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ὠτακουστήςlistener: masc gen pl -
18 ωτακουστέω
ὠτακουστέωlisten: pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic)ὠτακουστέωlisten: pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad-form)ὠτακουστέω̆, ὠτακουστήςlistener: masc gen sg (epic ionic) -
19 ὠτακουστέω
ὠτακουστέωlisten: pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic)ὠτακουστέωlisten: pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad-form)ὠτακουστέω̆, ὠτακουστήςlistener: masc gen sg (epic ionic) -
20 ωτακουστήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὠτακουστής — listener masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτακουστής — ο / ὠτακουστής, ΝΑ [ὠτακουστῶ] άτομο που κρυφακούει αρχ. κατάσκοπος που χρησιμοποιούσαν ιδίως οι τύραννοι («τοὺς ὠτακουστὰς ἐξέπεμπεν Ἱέρων, ὅπου τις εἴη συνουσία καὶ σύλλογος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ωτακουστής — ο θηλ. ούστρια 1. που ακούει κρυφά, που «βάζει αυτί». 2. κατάσκοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠτακουσταῖς — ὠτακουστής listener masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτακουσταί — ὠτακουστής listener masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτακουστήν — ὠτακουστής listener masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτακουστάς — ὠτακουστά̱ς , ὠτακουστής listener masc acc pl ὠτακουστά̱ς , ὠτακουστής listener masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
otacusta — (del lat. «otacusta», del gr. «ōtakoustḗs») 1 m. *Espía. 2 Chismoso. * * * otacusta. (Del lat. otacusta, y este del gr. ὠτακουστής). m. ant. Espía o escucha. || 2. ant. Persona que vive de traer y llevar cuentos, chismes y enredos … Enciclopedia Universal
κατήκοος — κατήκοος, ον (Α) 1. αυτός που ακούει με προσοχή, ακροατής («τῶν εἴ τίς ἐστιν... κατήκοος» εάν κάποιος έχει ακούσει νέα γι αυτά, Σοφ.) 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («κατήκοος λόγων» αυτός που σπουδάζει φιλοσοφία, Πλάτ.) 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
λογοσκόπος — λογοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που κατασκοπεύει και ακούει κρυφά, ωτακουστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + σκόπος* (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. θεμι σκόπος, ορνεο σκόπος] … Dictionary of Greek
αφουγκραστής — ο ωτακουστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)