-
1 Ύηττος
-
2 Ὕηττος
-
3 καθ-ύω
καθ-ύω if, ὕω), beregnen, καϑύεσϑαι ὄμβροις St. B. v. Ὑηττός.
-
4 Ύηττον
-
5 Ὕηττον
-
6 Υήττου
-
7 Ὑήττου
-
8 Υήττω
-
9 Ὑήττῳ
-
10 καθύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθύομαι
См. также в других словарях:
Ὕηττος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υηττός — Κωμόπολη της αρχαίας Βοιωτίας, κοντά στον Ορχομενό, σε μικρή απόσταση από την Κωπαΐδα. Στην περιοχή υπήρχε ναός του Ηρακλή … Dictionary of Greek
Ὑήττου — Ὕηττος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑήττῳ — Ὕηττος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕηττον — Ὕηττος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)