-
1 υψιστος
3[superl. к ὑψηλός См. υψηλος]1) высочайший(Ζεύς Pind., Aesch., Soph.; Ζηνὸς πάγος Soph.)
2) высший, лучший(κέρδος, στέφανος Pind.)
3) крайний, худший(κακά Aesch.)
ὕ. ἐν βροτοῖς φόβος Aesch. — величайший для смертных ужас4) (все)вышнийἐν τοῖς ὑψίστοις NT. — в вышних, в небесах
-
2 ὕψιστος
ὕψιστος, η, ον наивысший, высочайший -
3 ὕψιστος
{прил., 13}высочайший, высший, всевышний.Ссылки: Мф. 21:9; Мк. 5:7; 11:10; Лк. 1:32, 35, 76; 2:14; 6:35; 8:28; 19:38; Деян. 7:48; 16:17; Евр. 7:1. LXX: 5946 (ןוֹילְעֶ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὕψιστος
-
4 ύψιστος
{прил., 13}высочайший, высший, всевышний.Ссылки: Мф. 21:9; Мк. 5:7; 11:10; Лк. 1:32, 35, 76; 2:14; 6:35; 8:28; 19:38; Деян. 7:48; 16:17; Евр. 7:1. LXX: 5946 (ןוֹילְעֶ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ύψιστος
-
5 ύψιστος
η, ο[ν] 1. самый высокий, высочайший;2. (ο) рел всевышний -
6 ὕψιστος
высочайший, высший, всевышний; LXX: (עֶלְיוֹן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὕψιστος
-
7 ύψιστος
[ипсистос] επ высочайший, самый высокий. -
8 5310
{прил., 13}высочайший, высший, всевышний.Ссылки: Мф. 21:9; Мк. 5:7; 11:10; Лк. 1:32, 35, 76; 2:14; 6:35; 8:28; 19:38; Деян. 7:48; 16:17; Евр. 7:1. LXX: 5946 (ןוֹילְעֶ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5310
См. также в других словарях:
Ὕψιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψιστος — highest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύψιστος — η, ο / ὕψιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ 1. πάρα πολύ ψηλός, υψηλότατος 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε πολύ μεγάλο ύψος («πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλης, ὀρων ὕψιστον», Αισχύλ.) 3. ανώτερος όλων, υπέρτατος 4. πάρα πολύ σημαντικός, μέγιστος (α.… … Dictionary of Greek
ύψιστος — η, ο υπερθ. του υψηλός (βλ. λ.) 1. ο πάρα πολύ υψηλός, ο υψηλότατος, ο πανύψηλος. 2. μτφ., μέγιστος, σπουδαιότατος, σημαντικότατος, σοβαρότατος: Tα ύψιστα συμφέροντα του κράτους. 3. μτφ., τεράστιος, κολοσσιαίος: Οι πυραμίδες της Αιγύπτου είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑψίστων — ὕψιστος highest fem gen pl ὕψιστος highest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψιστον — ὕψιστος highest masc acc sg ὕψιστος highest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… … Dictionary of Greek
ὑψίσταις — ὕψιστος highest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίστη — ὕψιστος highest fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίστην — ὕψιστος highest fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑψίστοιο — Ὕψιστος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)