-
1 ύδρα
ὕδρᾱ, ὕδραwater-serpent: fem nom /voc /acc dualὕδρᾱ, ὕδραwater-serpent: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὕδραι, ὕδραwater-serpent: fem nom /voc plὕδρᾱͅ, ὕδραwater-serpent: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ὕδρα
A water-serpent, but esp. of the Lernaean hydra, Hes.Th. 313, S.Tr. 574, 836 (lyr.), 1094; Ὕδραν τέμνειν, prov. of labour in vain, because two heads sprang up for every one which was cut off, Pl.R. 426e: pl., but still with reference to the Lernaean hydra, E.Heracl. 950, Ph.[1136]: prov.,ὕδρης ποικιλώτερος Herod.3.89
(ἐπὶ τῶν δολερῶν Diogenian.7.69
). -
3 ὕδρα
Βλ. λ. ύδρα -
4 ὕδρᾳ
Βλ. λ. ύδρα -
5 ύδρας
ὕδρᾱς, ὕδραwater-serpent: fem acc plὕδρᾱς, ὕδραwater-serpent: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ὕδρας
ὕδρᾱς, ὕδραwater-serpent: fem acc plὕδρᾱς, ὕδραwater-serpent: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ύδραι
ὕδραwater-serpent: fem nom /voc plὕδρᾱͅ, ὕδραwater-serpent: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 ὕδραι
ὕδραwater-serpent: fem nom /voc plὕδρᾱͅ, ὕδραwater-serpent: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 υδρανάμενον
ὑδρᾱνάμενον, ὑδραίνωwater: aor part mid masc acc sg (epic doric aeolic)ὑδρᾱνάμενον, ὑδραίνωwater: aor part mid neut nom /voc /acc sg (epic doric aeolic) -
10 ὑδρανάμενον
ὑδρᾱνάμενον, ὑδραίνωwater: aor part mid masc acc sg (epic doric aeolic)ὑδρᾱνάμενον, ὑδραίνωwater: aor part mid neut nom /voc /acc sg (epic doric aeolic) -
11 ύδραν
-
12 ὕδραν
-
13 ύδρη
ὕδραwater-serpent: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ὕδραwater-serpent: fem dat sg (epic ionic) -
14 υδράν
-
15 ὑδρᾶν
-
16 υδρών
-
17 ὑδρῶν
-
18 ύδραις
-
19 ὕδραις
-
20 ύδρην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὕδρα — ὕδρᾱ , ὕδρα water serpent fem nom/voc/acc dual ὕδρᾱ , ὕδρα water serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… … Dictionary of Greek
ὕδρᾳ — ὕδραι , ὕδρα water serpent fem nom/voc pl ὕδρᾱͅ , ὕδρα water serpent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ύδρα — Sp Idrà Ap Ύδρα/Ydra L s. Egėjo j. ir mst. joje, PR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ύδρα — η 1. νησί κοντά στην αργολική χερσόνησο. 2. αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύδρα — η γένος μικρών Yδρόζωων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λερναία Ύδρα — Μυθολογικό τέρας. Βλ. λ. Λέρνα ή Λέρνη (Μυθολογία). «Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα», άγαλμα από ελεφαντόδοντο του 17ου αι. (Museo degli Argenti, Φλωρεντία) … Dictionary of Greek
ὕδρας — ὕδρᾱς , ὕδρα water serpent fem acc pl ὕδρᾱς , ὕδρα water serpent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος … Dictionary of Greek
ὕδραι — ὕδρα water serpent fem nom/voc pl ὕδρᾱͅ , ὕδρα water serpent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βούλγαρης, Γεώργιος — (Ύδρα 1769 – Αγκίστρι, Σαρωνικός 1812). Διοικητής της Ύδρας επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1802 12). Ο Κ. Σάθας τον χαρακτηρίζει ακέραιο και ανδρείο άντρα, που μόνο με την προσωπική του ικανότητα έγινε από απλός ναύτης κυβερνήτης της τουρκικής… … Dictionary of Greek