Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑψί-πρυμνος

См. также в других словарях:

  • χρυσόπρυμνος — ον, Α αυτός που έχει χρυσή πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί πρυμνος] …   Dictionary of Greek

  • υψίπρυμνος — η, ο / ὑψίπρυμνος, ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α αυτός που έχει ψηλή πρύμνη νεοελλ. φρ. «υψίπρυμνο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρυμνο» ναυτ. πλοίο με υψηλή πρύμνη, χαρακτηριστικό τών πλοίων τού μεσαίωνα, στα οποία η πρύμνη έφερε ογκώδες υπερστέγασμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»