Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑψιγέννητος

См. также в других словарях:

  • υψιγέννητος — ον, Α αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ ἐλαίας θ ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι γέννητος] …   Dictionary of Greek

  • ὑψιγέννητον — ὑψιγέννητος born on high masc/fem acc sg ὑψιγέννητος born on high neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψίγονος — ον, ΜΑ ὑψιγέννητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ἀρτί γονος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»