-
1 υψηλαυχενια
-
2 ὑψηλαυχενία
ὑψηλ-αυχενία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψηλαυχενία
-
3 ὑψαυχενία
A v. ὑψηλαυχενία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψαυχενία
См. также в других словарях:
υψηλαυχενία — και εσφ. γρφ ύψηλαυχένεια, ἡ, Α [ὑψηλαύχην, ενος] 1. το να κρατά κανείς ψηλά τον αυχένα 2. το να βαδίζει κανείς αγέρωχα 3. μτφ. περηφάνια, έπαρση … Dictionary of Greek