-
1 υφικανω
См. также в других словарях:
υφικάνω — Α (κυρίως μτφ.) καταλαμβάνω κάποιον σταδιακά («αὐτὴν ὑπὸ τρόμος αἰνὸς ἱκάνει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἱκάνω «έρχομαι, φτάνω»] … Dictionary of Greek
1 υφικανω
υφικάνω — Α (κυρίως μτφ.) καταλαμβάνω κάποιον σταδιακά («αὐτὴν ὑπὸ τρόμος αἰνὸς ἱκάνει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἱκάνω «έρχομαι, φτάνω»] … Dictionary of Greek