-
1 υφεδρίαν
-
2 ὑφεδρίαν
См. также в других словарях:
ὑφεδρίαν — ὑφεδρίᾱν , ὑφεδρία a sitting under fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υφεδρίαν
2 ὑφεδρίαν
ὑφεδρίαν — ὑφεδρίᾱν , ὑφεδρία a sitting under fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)