-
1 υποψαμμος
21) смешанный с песком, песчаныйγῆ ὑποψαμμοτέρη Her. — супесчаная почва
2) занесенный песком(λίμνη Xen.)
3) изобилующий песчаными мелями, т.е. мелководный(θάλαττα Plut.)
См. также в других словарях:
πολύψαμμος — ον, Α πολυψάμαθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψάμμος «άμμος» (πρβλ. υπό ψαμμος)] … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek