-
1 υπέροπλος
-
2 ὑπέροπλος
-
3 υπεροπλος
-
4 ὑπέροπλος
ὑπέροπλος, -ονa monstrousκόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον O. 1.57
b insolentἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων P. 6.48
Λαπιθᾶν ὑπερόπλων P. 9.14
frag. ] ὑπέροπλοι π[ ?fr. 349. -
5 ὑπέροπλος
ὑπέροπλ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέροπλος
-
6 ὑπέροπλος
ὑπέρ - οπλος: arrogant; neut. as adv., arrogantly, Il. 15.185 and Il. 17.170.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπέροπλος
-
7 ὑπέροπλος
ὑπέρ-οπλος, übermütig trotzend auf Waffengewalt, daher stolz, frech und verwegen; ἦ ῥ' ἀγαϑός περ ἐὼν ὑπέροπλον ἔειπεν, sc. ἔπος, übermütig reden; auch: übermäßig, übermächtig, allzu schwer; und von den Lapithen, wo es im guten Sinne zu nehmen ist -
8 ὑπέρ-οπλος
ὑπέρ-οπλος, übermüthig trotzend auf Waffengewalt, daher stolz, frech und verwegen; bei den ältern Dichtern nie von Personen; ἦ ῥ' ἀγαϑός περ ἐὼν ὑπέροπλον ἔειπεν, sc. ἔπος, übermüthig reden, Il. 15, 185, wie 17, 170; ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος, Hes. Th. 516. 619. 670; ἥβα, Pind. P. 6, 48; auch übermäßig, übermächtig, allzu schwer, ἄτα, Ol. 1, 57; und von den Lapithen, P. 9, 14, wo es im guten Sinne zu nehmen ist. Einzeln bei sp. D., wie Theocr. 22, 44. Vgl. Buttm. Lexil. II p. 214 ff. – Die Ableitung von ὑπέρ und πέλομαι. ist unhaltbar, eben so wie die Erkl. aus ὁπλότερος, allzu jugendlich; ὑπέροπλος verhält sich zu ὅπλον, wie ὑπέρβιος zu βία.
-
9 υπέροπλον
-
10 ὑπέροπλον
-
11 ὑπερ-οπλίζομαι
ὑπερ-οπλίζομαι, dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν τίς μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermüthig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein ὑπέροπλος sein, übermüthig u. frech sein, Sp.
-
12 ὑπερ-οπλήεις
ὑπερ-οπλήεις, ήεσσα, ῆεν, ep. statt ὑπέροπλος, Ap. Rh. 2, 4, im superl. ὑπεροπληέστατος.
-
13 ὑπείρ-οπλος
ὑπείρ-οπλος, poet. = ὑπέροπλος.
-
14 υπερόπλου
-
15 ὑπερόπλου
-
16 υπερόπλων
-
17 ὑπερόπλων
-
18 υπέροπλα
-
19 ὑπέροπλα
-
20 υπέροπλοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑπέροπλος — insolent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέροπλος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει υπερβολική πίστη στη δύναμη τών όπλων του 2. (κατ επέκτ.) υπεροπτικός, περήφανος 3. (για καταστάσεις) υπερβολικός («ἄταν ὑπέροπλον», Πίνδ.) 4. (για πρόσ.) πολύ δυνατός 5. (για ψάρια) υπερμεγέθης, πελώριος 6. φρ … Dictionary of Greek
ὑπέροπλον — ὑπέροπλος insolent masc/fem acc sg ὑπέροπλος insolent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπλότεροι — ὑπέροπλος insolent masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερόπλου — ὑπέροπλος insolent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερόπλων — ὑπέροπλος insolent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροπλα — ὑπέροπλος insolent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροπλοι — ὑπέροπλος insolent masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροπλήεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) ὑπέροπλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού ὑπέροπλος, κατά τα επίθ. σε εις (βλ. λ. όεις), πρβλ. πολεμήεις. Το επίθ. απαντά μόνο στον τ. τού υπερθ. βαθμού ὑπεροπληέστατος] … Dictionary of Greek
υπερυπέροπλος — ον, Μ ὑπέροπλος* σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὑπέροπλος] … Dictionary of Greek
υπεροπλία — η / ὑπεροπλία, ΝΜΑ [ὑπέροπλος] νεοελλ. υπεροχή στα όπλα, ανωτερότητα στον εξοπλισμό έναντι τού εχθρού αρχ. 1. (με αρνητική σημ.) υπερβολική και αλαζονική πίστη στην ισχύ τών όπλων 2. (κατ επέκτ.) υπεροψία, αυθάδεια 3. (με θετ. σημ.) γενναιότητα,… … Dictionary of Greek