Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπόγραμμα

См. также в других словарях:

  • ὑπόγραμμα — inscription on the base neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόγραμμα — άμματος, τὸ, Α [ὑπογράφω] 1. επιγραφή σε βάση στήλης 2. μελανή χρωστική ουσία για το βάψιμο τού δέρματος κάτω από τα βλέφαρα …   Dictionary of Greek

  • ὑπογραμμάτων — ὑπόγραμμα inscription on the base neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράμματα — ὑπόγραμμα inscription on the base neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ՍՏՈՐԱԳԻՐ — (գրոյ կամ գրի.) NBH 2 0747 Chronological Sequence: 8c գ. ὐπογραφή, ὐπόγραμμα subscriptio, inscriptio. Գիր դրոշմեալ ի ներքոյ, արձանագիր. մակագրութիւն. *Շինեաց զբաղանիսն ի տեղւոջ սեանն, որ ունէր ստորագիր խորհրդական անուն՝ արեգակն. Խոր. ՟Բ. 85 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»