-
1 τασσω
атт. τάττω (fut. τάξω, aor. ἔταξα, pf. τέταχα; pass.: fut. ταχθήσομαι, aor. ἐτάχθην, aor. 2 ἐτάγην, pf. τέταγμαι, ppf. ἐτετάγμην, fut. 3 τετάξομαι)1) ставить, класть, расставлять, располагать или помещать(τι μέσον Eur.; ἥ πόλις ὑπ΄ αὐτέν τέν κορυφέν τέτακται Polyb.)
εἰς τὸ πρόσθεν τ. τι Plat. — ставить что-л. впереди;ἔμπροσθεν τετάχθαι τινός Plat. — быть помещенным (находиться) впереди чего-л.;τ. ἑαυτοὺς ἐπί τινας Xen. — располагаться против кого-л.2) зачислять, включать, относить(τινὰ εἴς τινας Xen. и ἔν τισιν Aeschin.)
πρὸς τέν τῶν Λακεδαιμονίων ξυμμαχίαν ταχθῆναι Thuc. — вступить в союз с лакедемонянами;τῆς πρώτης (τάξεως) τεταγμένος Lys. — зачисленный в первую линию3) воен. строить, выстраивать(τέν στρατιήν Her.; τοὺς ὁπλίτας Thuc.; ἐπὴ τεττάρων ταχθῆναι Xen.)
τάξαι νεῶν στῖφος ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. — выстроить флот в три линии;τεταγμένοι Thuc. — в строю, строем4) ставить, назначать(ἄρχοντας Xen.)
τ. τινὰ ἐπὴ τοὺς ἱππέας Xen. — ставить кого-л. во главе конницы;ἐς (τὸ) πεζὸν ταχθῆναι или τετάχθαι Her. — быть назначенным в пехоту;τ. τινὰ ἡγεῖσθαι Xen. — назначать кого-л. проводником;πεζῇ τάσσεσθαι Her. — служить в пехоте;τάσσεσθαι ὑπό τινα и ὑπό τινι Polyb. — быть подчиненным кому-л.;ὅ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος Polyb. — секретарь5) предписывать, приказывать; поручать, возлагать(ὅ νόμος οὕτω τάττει Plat.)
ταχθεὴς τόδ΄ ἔρδειν Soph. — получивший приказ сделать это;τὸ ταττόμενον Arph., τὸ τεταγμένον Xen. и τὸ ταχθέν Soph. — приказание, предписание, поручение;οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν Thuc. — на которых было возложено оказание помощи:χρήματα τὰ ἀναλωθέντα τάξασθαι ἀποδοῦναι Thuc. — принять на себя уплату (военных) издержек6) полагать, устанавливать, определять(ζημίαν Arph.; μισθόν τινι Arst.)
τεταγμένα μὲν ποιεῖν, τεταγμένα δὲ λαμβάνειν Xen. — и делать и получать то, что положено;τ. νόμον Plat. — устанавливать (вводить) закон;αὕτη ἥ δίκη αὐτοῖς ἐτάχθη Plat. — такой вот приговор им определен (вынесен);ὥσπερ ἐτάχθη τὸ πρῶτον Thuc. — как решено было с самого начала;χρόνῳ τεταγμένῳ Aesch. — в установленное время;ἐν τῷ τεταγμένῳ (sc. χωρίῳ) Xen. — в установленном месте;τὰ τεταγμένα ὀνόματα Isocr. — общеупотребительные слова;τάξασθαι ποιεῖν (ποιήσειν) τι Polyb. — условиться сделать что-л.;τάττεσθαι πρός τινα περί τινος Polyb. — договариваться с кем-л. о чем-л. -
2 ὑποτάσσω
ὑπο|τάσσω подчинять -
3 υποτασσω
атт. ὑποτάττω1) помещать нижеὄπισθεν ὑποτετάχθαι τινί Luc. — стать за кем-л., т.е. укрыться за чьей-л. спиной;
ὑποτεταγμένον ποιεῖν τι Plut. — ставить что-л. на втором месте2) подчинять(τινά τινι Plut.)
οἱ ὑποτεταγμένοι Polyb. — подчиненные, подданные3) подводить, относить, причислятьὑ. τινὰ ὑπὸ ὄνομά τινος Polyb. — относить кого-л. к категории чего-л.;
ὑ. τοὺς ἐπὴ τῆς γῆς τόπους διαφορᾷ τινι Polyb. — распределять части земли по какому-л. признаку -
4 προστασσω
атт. προστάττω1) приставлять, ставить впереди или во главеπροσταχθεὴς πέμπταισι πύλαις Aesch. — назначенный защищать пятые ворота;
δορὸς ἐν χειμῶνι προστεταγμένος Soph. — поставленный во главе боевой бури, т.е. стоящий на боевом посту;Γύλιππον προστάξαι ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις Thuc. — назначить Гилиппа командующим сиракузскими войсками2) причислять, приписывать, относитьπρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους π. Her. — отнести (т.е. причислить) к (отдельным) народам (их) ближайших соседей;
στρατηγῷ (τινι) προστεταγμένοι Thuc. — подчиненные тому или иному военачальнику3) тж. med. предписывать, приказывать, поручать(τινί τι Her., Xen., Plat., Arst., реже τινὴ περί τινος Dem.; προσταχθὲν αὐτῷ ἀναγράψαι τοὺς νόμους τοὺς Σόλωνος Lys.)
ὥσπερ προσετάχθησαν Thuc. — как им было приказано;τὸ προσταχθέν, τὸ προστεταγμένον и τὸ προσταχθησόμενον Her., Xen., Soph. — приказ(ание), предписание, поручение;πλείω τῶν ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττομένων Lys. — больше, чем предписывается государством;οἱ προστεταγμένοι κατὰ πύστιν Thuc. — получившие приказание о разведке;προστεταγμένοι καιροί NT. — установленные сроки
См. также в других словарях:
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
ευυπότακτος — η, ο (Μ εὐυπότακτος, ον) αυτός που υπακούει εύκολα, που υποτάσσεται εύκολα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπότακτον η υποταγή, η πρόθυμη υπακοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπό τακτος (< υπο τάσσω)] … Dictionary of Greek
Hypotaxe — L’hypotaxe (substantif féminin), du grec ancien ὐπόταξις : hypotáxis (« subordination »), dérivé de ὐπο τάσσω : hypo tássō (« ranger sous »), est une figure de style qui consiste en une abondance inhabituelle des… … Wikipédia en Français
καθυποτάσσω — (AM καθυποτάσσω, Α αττ. τ. καθυποτάττω) (επιτατ. τού υποτάσσω) υποτάσσω κάτι ή κάποιον εντελώς, υποδουλώνω, κατακυριεύω μσν. αρχ. συμπληρώνω, επισυνάπτω, προσαρτώ αρχ. πάπ. καθυπογράφω, προσυπογράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τάσσω] … Dictionary of Greek
ὑπέσταξεν — ὑπό , εἰσ τάσσω draw up in order of battle aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ὑπό στάζω drop aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαντάξας — ὑπαντάξᾱς , ὑπό , ἀνά τάσσω draw up in order of battle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπαντά̱ξᾱς , ὑπό , ἀντί ἄγνυμι break aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπαντάξᾱς , ὑπό , ἀντί ἄγω lead aor part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεότακτος — θεότακτος, ον (Μ) αυτός που τάχθηκε από τον θεό, αυτός που καθορίστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τακτος (< τάσσω), πρβλ. αν υπό τακτος, από τακτος] … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… … Dictionary of Greek
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek