-
1 καιω
реже κάω (ᾱ) (impf. ἔκαιον - атт. ἔκᾱον, fut. καύσω, aor. ἔκαυσα; pass.: fut. καυθήσομαι, aor. ἐκαύθην, aor. 2 ἐκάην, pf. κέκαυμαι, ppf. ἐκεκαύμην)1) (тж. κ. πυρί NT.) зажигать, жечь(πυρὰ πολλά Hom.; λύχνον NT.)
φλὸξ θεείου καιομένοιο Hom. — пламя горящей серы;καομένων τῶν λαμπάδων Arph. — (дым) от горящих лампад2) жечь, сжигать(δένδρεα, νεκρούς Hom.)
3) сжигать в жертву(μηρία Hom.; ὀστέα λευκά Hes.)
4) жечь, уничтожать огнемτέμνειν καὴ κ. или κ. καὴ πορθεῖν Xen. — уничтожать огнем и мечом
5) обжигатьἡ ἡμέρη καίει τοὺς ἀνθρώπους Her. — дневная жара обжигает людей;
ἐνίοτε καὴ κ. λέγεται καὴ θερμαίνειν τὸ ψυχρόν Arst. — иногда говорится, что холод обжигает и согревает6) мед. прижигать(τέμνειν καὴ κ. Plat.)
7) опалять, делать загорелым, pass. загорать(ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arst.)
8) жечь как огнемτὰ ἐντὸς ἐκάετο Thuc. — (у больных) внутренности жгло как огнем;
κάομαι τέν καρδίαν Arph. — у меня сердце в огне, я горю (от негодования)9) растоплять, плавить(ἥ χαλκῖτις λίθος καίεται Arst.)
-
2 υποκαιω
атт. ὑποκάω1) разжигать внизу(τὸ πῦρ Luc.)
τὸ ὑποκαόμενον πῦρ Arst. — горящий внизу огонь2) поджигать, сжигать снизу(τι Her. и τινά Diod.)
-
3 επικαιω
атт. ἐπικάω (ᾱ)1) культ. возжигать(πῦρ HH.)
; сжигать на жертвеннике(θεῷ μηρία Hom., Hes. - in tmesi)
2) обжигать, опалять(ἀστραπέ ἐπέκαυσε Arst.)
οἱ τὰ σώματα ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐπικεκαυμένοι Plat. — загоревшие на солнце;τῷ χρώματι ἐπικεκαυμένος Polyb. — темнокожий, смуглый
См. также в других словарях:
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek
εξυποσμύχω — ἐξυποσμύχω (Μ) υποκαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υπο σμύχω «καίω σιγά σιγά»] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… … Dictionary of Greek
οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω … Dictionary of Greek
υποδαίω — Α ανάβω από κάτω («ὑπὸ δὲ ξύλα δαῑον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δαίω «καίω»] … Dictionary of Greek