Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑπουργεῖν

См. также в других словарях:

  • ὑπουργεῖν — ὑπουργέω render service pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπάνυμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπανύσθαι ὑπουργεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνυμι / ἀνύω «εκτελώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπουργώ — ὑπουργῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. είμαι υπουργός (μσν.αρχ.) 1. προσφέρω υπηρεσία σε κάποιον (α. «σοὶ βουλόμενος ὑπουργέειν», Ηρόδ. β. «μισθὸς ἐργάτου ὑπουργοῡντος Σάρατι κονιατῇ», πάπ.) 2. ενισχύω, προάγω κάτι (α. «ὑπουργῆσαι τῷ πράγματι», Φώτ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»