-
1 υπομαραινομαι
См. также в других словарях:
υπομαραίνομαι — ΜΑ [μαραίνομαι] μαραίνομαι ή φθείρομαι λίγο λίγο, σταδιακά … Dictionary of Greek
1 υπομαραινομαι
υπομαραίνομαι — ΜΑ [μαραίνομαι] μαραίνομαι ή φθείρομαι λίγο λίγο, σταδιακά … Dictionary of Greek