Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑποκατακλίνω

См. также в других словарях:

  • υποκατακλίνω — Α 1. βάζω κάποιον να ξαπλώσει κοντά στο τραπέζι αλλά σε θέση κατώτερη 2. εκκλ. μτφ. υποκύπτω στην αμαρτία 3. μέσ. ὑποκατακλίνομαι μτφ. υποχωρώ, ενδίδω 4. παθ. α) ξαπλώνω, πλαγιάζω κάτω από κάποιον β) (για παλαιστή) παρέχω στον αντίπαλο τη… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • υποκατάκλισις — ίσεως, ἡ, ΜΑ [ὑποκατακλίνω] μσν. πλαγιασμα, ξάπλωμα κάτω από κάτι αρχ. (κυρίως μτφ.) α) υποταγή β) ταπείνωση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»