-
1 ὑπν-ώδης
-
2 ἀγρ-υπν-ώδης
ἀγρ-υπν-ώδης, ες, Schlaflosigkeit bewirkend, Hippocr.
-
3 ὑπνώδης
ὑπν-ώδης, ες,2 asleep,ὑ. εἶδεν ὄναρ Epigr.Gr.774.1
(Priene, iv/iii B.C.).3 inducing sleep, Thphr. HP9.11.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνώδης
-
4 ὑπνώδης
ὑπν-ώδης, ες, von schläfriger Art, schläfrig -
5 υπνωδης
-
6 ἀγρυπνώδης
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek