-
1 ὑπερ-όπτης
ὑπερ-όπτης, ὁ, Verächter, hoffärthiger Mensch; σφᾶς ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προςνισσομένους χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας Soph. Ant. 130, nach Herm. Conj. für ὑπεροπτίας; – τῶν εἰωϑότων Thuc. 3, 38; u. Sp., wie Luc. Necyom. 14; Theocr. 22, 58.
-
2 ὑπερόπτης
ὑπερ-όπτης, ὁ, Verächter, hoffärtiger Mensch -
3 υπεροπτης
- ου ὅ1) презрительно относящийсяὑ. τινός Soph., Thuc., Plut. — исполненный презрения к чему-л.
2) гордец, спесивец Arst., Theocr.
См. также в других словарях:
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
θεόπτης — ο (AM θεόπτης) (για τους προφήτες Μωυσή και Ηλία) αυτός που είδε ή μπορεί να δει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όπτης [< όπωπa), πρβλ. επ όπτης, υπερ όπτης] … Dictionary of Greek
ιερόπτης — ἱερόπτης, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί τη θυσία, που προφητεύει από τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + όπτης < θ. οπ (πρβλ. όπωπα), πρβλ. αυτ όπτης, υπερ όπτης] … Dictionary of Greek
λινόπτης — λινόπτης, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί κάτι σε αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα), πρβλ. επ όπτης, υπερ όπτης] … Dictionary of Greek
υπερόπτης — ο / ὑπερόπτης, ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, ιδος, Μ οιηματίας, αλαζόνας, θρασύς, αυθάδης, ακατάδεχτος μσν. αρχ. αυτός που περιφρονεί κάτι, καταφρονητής («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οπτης… … Dictionary of Greek
υπόπτης — και δωρ. τ. ὑπόπτας, ὁ, Α 1. φιλύποπτος 2. (για άλογο) αυτός που σκιάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οπτης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. ὑπερ όπτης] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
καιροπτ(ε)ία — καιροπτ(ε)ία, ἡ (Α) το να καιροσκοπεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + οπτία (< όπτης < θ. ὀπ τού ὁρῶ, πρβλ. παρακμ. ὄπωπα), πρβλ. θε οπτία, υπερ οπτία] … Dictionary of Greek