-
1 υπερβιβαζω
1) перевозить, переводить(τὰς ναῦς ἔκ τινος εἴς τι Polyb.)
ὑπερβιβάσας ἑκατὸν ἄνδρας Plut. — приказав сотне бойцов взойти (на крепостные стены)2) грам. переставлять ударение или букву -
2 εμβιβαζω
1) сажать, грузить(τινὰ ἐς κελήτιον Thuc.; εἰς πλοῖον, med. εἰς τὰς ναῦς Xen.; εἰς ὄχημα Plat.; ἐλέφαντας εἴκοσι Plut.)
2) приводить(εἰς τὸ λῷστον ἴχνος τινά Eur.; τινὰ εἰς δικαιοσύνην Xen.; τινὰς εἰς ἀπέχθειαν Polyb.)
εἰς τοὺς ὑπὲρ τῶν πεπραγμένων λόγους ἐ. τινά Dem. — заставить кого-л. говорить о своих поступках
См. также в других словарях:
υπερβιβάζω — ΜΑ μσν. (σχετικά με χρόνο) αφήνω να περάσει αρχ. 1. διαβιβάζω, περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο («ὑπερβιβάζειν τὰς ναῡς ἐκ τοῡ λιμένος εἰς τὴν νότιον πλευράν», Λουκιαν.) 2. μεταθέτω τα γράμματα ή τον τόνο μιας λέξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βιβάζω… … Dictionary of Greek