-
1 υπερπιμπλημι
переполнять Arst., Luc.ὑπερπλησθεὴς μέθῃ (v. l. μέθης) Soph. — напоенный допьяна
См. также в других словарях:
υπερπίμπλημι — Α γεμίζω κάτι ώσπου να ξεχειλίσει, παραγεμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πίμπλημι «γεμίζω»] … Dictionary of Greek
ὑπερπιμπλάμενον — ὑπερπίμπλημι overfill pres part mp masc acc sg ὑπερπίμπλημι overfill pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπιμπλάντων — ὑπερπίμπλημι overfill pres part act masc/neut gen pl ὑπερπίμπλημι overfill pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπιπλάμενοι — ὑπερπίμπλημι overfill pres part mp masc nom/voc pl ὑπερπιπλά̱μενοι , ὑπερπίμπλημι overfill pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπλησθέντα — ὑπερπίμπλημι overfill aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑπερπίμπλημι overfill aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεπλήσθη — ὑπερπίμπλημι overfill aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεπέπληστο — ὑπερπίμπλημι overfill plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεπίμπλατο — ὑπερπίμπλημι overfill imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπεπλησμένη — ὑπερπίμπλημι overfill perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπεπλῆσθαι — ὑπερπίμπλημι overfill perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπιμπλάμενος — ὑπερπίμπλημι overfill pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)