Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑπέχειν

См. также в других словарях:

  • ὑπέχειν — ὑπέχω hold under pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειλογία — ἀειλογία, η (Α) [*ἀειλόγος] 1. ακατάπαυστη ομιλία, πολυλογία 2. (ως αττ. δικαν. όρος) πρόταση στο δικαστήριο να παρακολουθείται συνεχώς η διαγωγή κάποιου, να τεθεί «υπό παρακολούθησιν» («τὸ ἀεὶ λόγον καὶ εὐθύνας ὑπέχειν»), συνεχής παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθής — ές, ΝΑ αυτός που διεγείρει αίσθημα συμπάθειας, συμπαθητικός, αξιαγάπητος αρχ. 1. αυτός που συμπάσχει 2. αυτός που αισθάνεται στοργή ή τρυφερότητα για κάποιον άλλο 3. αυτός που ασκεί αμοιβαία επίδραση («νεῡρα ἀλλήλοις συμπαθῆ», Ανθ. Παλ.) 4. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • υπέχω — ὑπέχω ΝΜΑ [ἔχω] νεοελλ. αρχ. φρ. α) «υπέχω λόγον» υπόκειμαι σε λογοδοσία, καλούμαι να λογοδοτήσω β) «υπέχω ευθύνην [ή «ευθύνας]» είμαι υπεύθυνος για κάτι γ) «υπέχω δίκην» δικάζομαι μσν. αρχ. 1. υποκλίνομαι («ὑπέχουσι τῇ εὐλογίᾳ τὴν κεφαλήν», Γρηγ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»