Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπέρμορον)

См. также в других словарях:

  • ὑπέρμορον — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρμορον — Α επίρρ. πέρα από αυτό που έχει οριστεί από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη φρ. ὑπὲρ μόρον (< μόρος «μοίρα, πεπρωμένο»). Ο τ. απαντά και με τη γρφ. ὑπὲρ μόρον] …   Dictionary of Greek

  • υπέρμορα — Α επίρρ. ὑπέρμορον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρμορον, κατά τα επιρρ. σε α] …   Dictionary of Greek

  • υπερμόρως — Α επίρρ. ὑπέρμορον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρμορον, κατά τα επιρρ. σε ως] …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρμορ' — ὑπέρμορα , ὑπέρμορα indeclform (adverb) ὑπέρμορα , ὑπέρμορον indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρμορα — indeclform (adverb) ὑπέρμορον indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»