-
1 Ορέστης
-
2 Ὀρέστης
-
3 ορέστης
-
4 ὀρέστης
-
5 Ορεστης
-
6 Ὀρέστης
Ὀρέστης: Orestes.— (1) the son of Agamemnon, who having been reared at Athens returns to Mycēnae and slays Aegisthus, after the latter had reigned eight years. Clytaemnestra was slain at the same time. (See cut under ἕδρη, from a painting on an ancient Greek vase.) The murder of Agamemnon was thus avenged, and the throne restored to its rightful heir, Od. 3.306, Od. 11.461, Od. 1.30, , 2, δ , Il. 9.142, 284.— (2) a Greek slain by Hec. tor, Il. 5.705.— (3) a Trojan, slain by Leonteus, Il. 12.139, 193.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ὀρέστης
-
7 ὀρέστης
ὀρέσ-της, ὁ,A = ἐν ὄρεσι διαιτώμενος, Phot.: elsewh. only as pr. n. [full] Ὀρέστης, voc. Ὀρέστα, S.El.6,15, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρέστης
-
8 Orestes
Ὀρέστης, -ου, ὁ, or say, son of Agamemnon.Of Orestes, adj.: Ὀρέστειος.Tragedy of Orestes: Ὀρεστεία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Orestes
-
9 Ορέστα
Ὀρέστᾱ, Ὀρέστηςmasc nom /voc /acc dualὈρέστηςmasc voc sgὈρέστᾱ, Ὀρέστηςmasc gen sg (doric aeolic)Ὀρέστηςmasc nom sg (epic)——————Ὀρέσται, Ὀρέστηςmasc nom /voc plὈρέστᾱͅ, Ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
10 ορέστα
ὀρέστᾱ, ὀρέστηςmasc nom /voc /acc dualὀρέστηςmasc voc sgὀρέστᾱ, ὀρέστηςmasc gen sg (doric aeolic)ὀρέστηςmasc nom sg (epic)——————ὀρέσται, ὀρέστηςmasc nom /voc plὀρέστᾱͅ, ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
11 Ορέσθ'
Ὀρέστα, Ὀρέστηςmasc voc sgὈρέστα, Ὀρέστηςmasc nom sg (epic)Ὀρέσται, Ὀρέστηςmasc nom /voc plὈρέστᾱͅ, Ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
12 Ὀρέσθ'
Ὀρέστα, Ὀρέστηςmasc voc sgὈρέστα, Ὀρέστηςmasc nom sg (epic)Ὀρέσται, Ὀρέστηςmasc nom /voc plὈρέστᾱͅ, Ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
13 Ορέστ'
Ὀρέστα, Ὀρέστηςmasc voc sgὈρέστα, Ὀρέστηςmasc nom sg (epic)Ὀρέσται, Ὀρέστηςmasc nom /voc plὈρέστᾱͅ, Ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
14 Ὀρέστ'
Ὀρέστα, Ὀρέστηςmasc voc sgὈρέστα, Ὀρέστηςmasc nom sg (epic)Ὀρέσται, Ὀρέστηςmasc nom /voc plὈρέστᾱͅ, Ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
15 ορέσθ'
ὀρέσθαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor inf midὀρέστα, ὀρέστηςmasc voc sgὀρέστα, ὀρέστηςmasc nom sg (epic)ὀρέσται, ὀρέστηςmasc nom /voc plὀρέστᾱͅ, ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
16 ὀρέσθ'
ὀρέσθαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor inf midὀρέστα, ὀρέστηςmasc voc sgὀρέστα, ὀρέστηςmasc nom sg (epic)ὀρέσται, ὀρέστηςmasc nom /voc plὀρέστᾱͅ, ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
17 ορέστ'
ὀρέστα, ὀρέστηςmasc voc sgὀρέστα, ὀρέστηςmasc nom sg (epic)ὀρέσται, ὀρέστηςmasc nom /voc plὀρέστᾱͅ, ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
18 ὀρέστ'
ὀρέστα, ὀρέστηςmasc voc sgὀρέστα, ὀρέστηςmasc nom sg (epic)ὀρέσται, ὀρέστηςmasc nom /voc plὀρέστᾱͅ, ὀρέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
19 Ορεστας
-
20 Ορέσται
См. также в других словарях:
Ὀρέστης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέστης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
Ορέστης — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λάσκος, Ορέστης — (Ελευσίνα 1908 – 1992). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ποιητής. Ήταν αδελφός του ήρωα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου Βασίλη Λάσκου (βλ. λ.). Φοίτησε για δύο χρόνια στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και για έναν χρόνο στη Σχολή Ευελπίδων.… … Dictionary of Greek
Μακρής, Ορέστης — (Χαλκίδα 1899 – Αθήνα 1975). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας από την οποία μεταπήδησε στην επιθεώρηση. Στη δεκαετία του 1950 πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ελληνικές κινηματογραφικές… … Dictionary of Greek
Λουρίδης, Ορέστης — (Κωνσταντινούπολη 1907 –). Οδοντίατρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην οδοντιατρική και στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως οδοντίατρος και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… … Dictionary of Greek
Ὀρέσται — Ὀρέστης masc nom/voc pl Ὀρέστᾱͅ , Ὀρέστης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέσται — ὀρέστης masc nom/voc pl ὀρέστᾱͅ , ὀρέστης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Орест в мифологии — (Όρέστης) сын Агамемнона и Клитемнестры. Матереубийство, совершенное О. в отмщение за насильственную смерть отца, его душевные муки, разлад его с богами и умоисступление, под тяжестью сознания вины все это много раз служило для афинских… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Орест, сын Агамемнона и Клитемнестры — (Όρέστης) сын Агамемнона и Клитемнестры. Матереубийство, совершенное О. в отмщение за насильственную смерть отца, его душевные муки, разлад его с богами и умоисступление, под тяжестью сознания вины все это много раз служило для афинских… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона