Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὅσση

См. также в других словарях:

  • Ὄσσῃ — Ὄσσα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσσῃ — ὄσσα a rumour fem dat sg (attic epic ionic) ὄσσομαι oqu̲ yo pres subj mp 2nd sg ὄσσομαι oqu̲ yo pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσση — ὅσος as great as fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσσηι — ὄσσῃ , ὄσσα a rumour fem dat sg (attic epic ionic) ὄσσῃ , ὄσσομαι oqu̲ yo pres subj mp 2nd sg ὄσσῃ , ὄσσομαι oqu̲ yo pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄσσηι — Ὄσσῃ , Ὄσσα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»