Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄλωλεν

См. также в других словарях:

  • ὄλωλεν — ὄλλυμι destroy perf ind act 3rd sg ὄλλυμι destroy plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κατόλλυμι — (Α) καταστρέφω τελείως («νεολαία γὰρ ἤδη κατὰ πᾱσ ὄλωλεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄλλυμι «καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»