-
121 αὐξάνω
αὐξάνω Pi.Fr. 153, Hdt.7.16.ά, A.Pers. 756, E.Supp. 233, Fr.362.28, Pl.Ti. 41d:—also [full] αὔξω (poet. ἀέξω, q.v.) Thgn.823, Pi.O.5.4, Emp.37, S.Tr. 117 (lyr.), Ar.Ach. 227, X.Smp.7.4, Pl.R. 573a, D. 3.26, etc. (so [dialect] Att. Inscrr. and Ptolemaic Pap.; both forms in NT): [tense] impf. ηὔξανον only Ps.-E.Fr.1132.25;Aηὖξον Hdt.9.31
, etc.: [tense] fut.αὐξήσω Th.6.40
, etc. ( αὐξανῶ only in LXX Ge.17.6, al.): [tense] aor. Iηὔξησα Sol. 11
, X.HG7.1.24: [tense] pf. , X.Hier.2.15:—[voice] Pass.,αὐξάνομαι Hdt.2.14
, E.Med. 918, Ar.Av. 1065, Isoc.4.104, Pl.Phd. 96c, D. 18.161;αὔξομαι Emp.26.2
, Ar.Ach. 227, Pl.R. 328d, etc., [tense] impf. , Hdt.3.39 (v.l. αὔξετο): [tense] pf. , Pl.R. 371e, [dialect] Ion.αὔξ- Hdt.1.58
: [tense] plpf.ηὔξητο Id.5.78
: [tense] aor.ηὐξήθην Th.1.89
, Pl.Prt. 327c: [tense] fut.αὐξηθήσομαι D.56.48
;αὐξήσομαι X.Cyr.6.1.12
, Pl.R. 497a:—increase, not in Hom. (only ἀέξω), Pi.Fr. 153, etc.;ὕβριν αὐ. Hdt.7.16
.ά; ὄλβον A.Pers. 756
; opp. ἰσχναίνειν, Pl.Plt. 293b;εἰς ἄπειρον αὐ. τι Id.Lg. 910b
;ἐπὶ τὸ ἔσχατον Id.R. 573a
; , etc.2 increase in power, strengthen, αὐ. τὰ Ἑλλήνων increase their power, Hdt.8.30;νόμοισιν αὐ. πόλιν S.Ant. 191
, cf. X.Mem.3.7.2; exalt by one's deeds, glorify, πόλιν, πάτραν, Pi.O.5.4, P.8.38, cf. IG22.834, etc.; exalt by praise, extol,ἐπαινεῖν καὶ αὔξειν τινά Pl.Ly. 206a
; σέ γε.. καὶ τροφὸν καὶ ματέρ' αὔξειν honour thee as.., S.OT 1092 (lyr.); of an orator, amplify, exaggerate,αὔξειν καὶ μειοῦν Arist.Rh. 1403a17
.3 with an Adj., τρέφειν καὶ αὐ. τινὰ μέγαν bring up to manhood, Pl.R. 565c;μείζω πόλιν αὐ. E.IA 572
(lyr.);τὸν ὄγκον.. ἄπειρον αὐξήσει Pl.R. 591d
.5 in Logic, = καταπυκνόω (q. v.), Arist.APo. 79a30, al.; but ὁ αὐξόμενος λόγος, name of a fallacy, Plu.Thes.23, 2.559b.II [voice] Pass., grow, increase, in size, number, strength, power, etc., Hes.Th. 493, Pi.P.8.93, D.61.5, etc.; αὐ. ἐς πλῆθος, ἐς ὕψος, Hdt.1.58, 2.14; of a child, grow up, Id.5.92.έ; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν αὔξεται, of Theseus, E.Supp. 323; ηὐξανόμην ἀκούων I grew taller as I heard, Ar.V. 638; of the wind, rise, Hdt.7.188; .2 with an Adj., αὔξεσθαι μέγας wax great, grow up, E.Ba. 183;αὐ. μείζων A.Supp. 338
, Pl.Lg. 681a;αὐ. ἐλλόγιμος Id.Prt. 327c
;μέγας ἐκ μικροῦ.. ηὔξηται D.9.21
.III later, [voice] Act. intr., like [voice] Pass.,ἡ σελήνη αὐξάνει Arist. APo. 78b6
, cf. HA 620a21, Aristeas 208, D.S.4.64, Ep.Col.2.19, D. Chr.4.128, D.C.48.52, etc. -
122 αὐτόκρανος
αὐτό-κρᾱνος, ον,II [voice] Pass., self-accomplished, self-evident, Hsch., EM 173.34.III monolith, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόκρανος
-
123 αὐτοπτικός
II concerned with a direct vision of divinity, λεκανομαντ<ε>ία PMag.Par.1.221 ([etym.] αὐθ-) ; αὐ. λεκάνης ἐνέργεια a personal and active power of dish-divination, Harp.Astr. in Cat.Cod.Astr.8 (3).136.10;λόγος PMag.Lond.46.53
, cf. 121.335;δεῖξις Iamb.Myst. 2.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπτικός
-
124 αὐτοτελής
αὐτο-τελής, ές,A ending in itself, complete in itself, , cf. Ocell.1.7;θεωρίαι αὐ. καὶ αὑτῶν ἕνεκα Arist.Pol. 1325b20
; esp. in Gramm.,λεκτόν Stoic.2.58
;λόγος A.D.Synt.3.5
, al.;ἀξίωμα S.E.M.8.79
;διάνοια Hdn.Fig.p.93S.
; ῥῆμα an intransitive verb, A.D.Synt.116.11; of unity, Theol.Ar.5, cf. Orph.Fr.247.10. Adv. -λῶς, opp. κατὰ συναφήν, independently, separately, Epicur.Ep.2p.36U.b perfect, complete, fully-grown, Nonn.D.7.154,al.2 self-sufficing,αὐ. καὶ ἀπροσδεᾶ φιλοσοφίας Plu.2.122e
; of personal character, independent,προχείρου ἀ. εὐβούλου Phld.Herc.1457.5
.3 absolute, with full powers,στρατηγός Plu.2.754d
, cf. D.C.52.22; αὐ. κρίνειν, opp. προανακρίνειν, Arist.Ath.3.5, cf. 53.2.4 final, without appeal,Hyp.
Eux.15;δίκη Hsch.
, Suid.;διαλήψεις Plb.3.4.4
; αὐ. πρὸς γνῶσιν καὶ σαφήνειαν ib.36.2;αἰτίαν Chrysipp.Stoic.2.292
. Adv. - λῶς at one's own discretion, arbitrarily,οὐκ αὐ. ἀλλ' ἀκριβῶς Lys.Fr. 38
, cf. Plb.3.29.3;ἂν αἱ φαντασίαι ποιῶσιν αὐ. τὰς συγκαταθέσεις Chrysipp.Stoic.2.291
; αὐ. διαιτᾶν control, govern absolutely, Phld.D. 1.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοτελής
-
125 βαρύλογος
A vented in bitter words,ἔχθεα Pi.P.2.55
; offensive, of certain Stoic tenets, Phld.Sto.Herc.339.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύλογος
-
126 βίαιος
A forcible, violent: Adj. once in Hom.,ἔρδειν ἔργα βίαια Od.2.236
, Adv. twice, by force, perforce, ; ; freq. in all writers,ἔργα β. Thgn. 1343
; ; of persons,βιαιότατος τῶν πολιτῶν Th.3.36
;χρόνος καταψήχει καὶ τὰ βιαιότατα Simon. 176
; β. θάνατος a violent death, Hdt.7.170, Pl.R. 566b, etc.;β. νόσος S.Ant. 1140
(lyr.);β. ἄνεμος Arist.Mete. 370b9
;ἐπάρδευσις Epicur.Ep. 2p.44U.
([comp] Comp.); ὁ πόλεμος β. διδάσκαλος teaches by violence, Th. 3.82; δίκη βιαίων an action for forcible rescue, Harp.; τοῖς β. or τῶν βιαίων ἔνοχος, Lys.23.12, Pl.Lg. 914e; βιαίων [ἐγκαλεῖ] D.37.33; τὰ [περὶ] τῶν βιαίων ibid.; συναλλάγματα β., λαθραῖα, obligationes ex delicto, Arist.EN 1131a8;κλοπαῖα καὶ β. Pl.Lg. 934c
. Adv.βιαίως, ἀποθανεῖν Antipho 1.26
; β. σέλμα σεμνὸν ἡμένων in their irresistible might, A.Ag. 182 (lyr.); χαλεπῶς καὶ β. by struggling and forcing their way, Th.3.23; firmly,σχεδίας β. ζεύξαντες Plb.3.46.1
: neut. pl. as Adv., A.Supp. 821 (lyr.);πρὸς τὸ β. Id.Ag. 130
;ἐκ τοῦ βιαιοτάτου D.H.10.36
.2 esp. of magic,β. τέχνη Philostr.VA1.33
. Adv. βιαίως, σοφός a wizard, ib.1.2.II [voice] Pass., forced, constrained, opp.ἑκούσιος, πράξεις Pl.R. 603c
; β. κίνησις, = παρὰ φύσιν κ., Arist.Ph. 254a9, cf. Pl.Ti. 64d; τὸ β., = οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχὴ μηδὲν συμβαλλομένου τοῦ βιασθέντος Arist.EN 1110b15; ἡ β. τροφή, of the diet of athletes, Id. Pol. 1338b41; πόνοι μὴ β. ib. 1335b9; ὁ χρημ.ατιστὴς (sc. βίος) β. τίς ἐστιν, Id.EN 1096a6;βιαιότερος λόγος Jul. Or.6.191d
. Adv. -ως, = παρὰ φύσιν, κινεῖσθαι Arist.Ph. 253b34: [comp] Comp.- οτέρως Gal.17(1).19
.2 = βιαιοθάνατος, PMag.Par.1.332. -
127 βιολόγος
βῐο-λόγος, ὁ,A one who represents to the life, player, IG14.2342, POxy.1025.7 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιολόγος
-
128 βοτανολόγος
βοτᾰνο-λόγος, ὁ,A gatherer of herbs, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτανολόγος
См. также в других словарях:
Λόγος προφορικός — (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… … Философская энциклопедия
Λόγος — (logos) (греч.) см. Логос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Λόγος ενδιάθετος — (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С … Философская энциклопедия
λόγος — computation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
λόγος — ο 1. ομιλία: Έναρθρος λόγος. 2. κουβέντα: Πρέπει να πούμε δυο λόγια. 3. αγόρευση, περιγραφή, κήρυγμα: Πολιτικός λόγος. 4. συμβουλή, σύσταση: Δεν άκουσες τα λόγια μου. 5. βεβαίωση, υπόσχεση, εγγύηση: Δώσε μου το λόγο σου ότι θα έρθεις. 6. σκοπός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λόγος — Логос (греч. λόγος) термин философии, означающий «слово» (или «предложение», «высказывание», «речь») в переводе с греческого языка и «мысль» (или «намерение») в переводе с древнегреческого, а также причина, повод. Логос образ огня. Сравнивается с … Википедия
Λόγος εἰκὼν διανοίας. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λόγος ἐστὶ παλαιός… — См. Наслажденье изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)