-
1 ορμαθος
ὅ1) рой, куча (sc. νυκτερίδων Hom.)2) вереница, ряд(χορευτῶν Plat.)
ὁρμαθοὺς ἁμαξῶν ποιεῖσθαι Xen. — выстроить повозки рядами3) цепь, цепочка(σιδηρίων καὴ δακτυλίων Plat.)
ὁ. ἰσχάδων Arph. — ожерелье из сушеных фиг;ὁ. μελῶν Arph. — ряд (последовательных) песен -
2 ορμαθός
-
3 ορμαθιά
η см. ορμαθός
См. также в других словарях:
ὁρμαθός — string masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμαθός — ο (ΑΜ ὁρμαθός) 1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.) 2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς… … Dictionary of Greek
ὁρμαθοῖς — ὁρμαθός string masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθοί — ὁρμαθός string masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθοῦ — ὁρμαθός string masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθούς — ὁρμαθός string masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθῶν — ὁρμαθός string masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθῷ — ὁρμαθός string masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθόν — ὁρμαθός string masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμάθιον — ὁρμάθιον, τὸ (Α) [ορμαθός] μικρός ορμαθός … Dictionary of Greek
ένδεσμα — το (Α ἔνδεσμα) νεοελλ. δέσμη, ορμαθός αρχ. περίαπτον, φυλαχτό … Dictionary of Greek