-
1 οποσοσουν
ион. ὁκοσοσοῦν 3какой бы ни был (по количеству или размерам), какой ни на есть, хоть какой-л. -
2 οποσοστισουν
См. также в других словарях:
οποτεροσούν — ὁποτεροσοῡν (Α) (αντων.) οποιοσδήποτε και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότερος + οὖν (πρβλ. οποσοσ ούν)] … Dictionary of Greek