Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὁπλοποιός

См. также в других словарях:

  • ὁπλοποιός — armourer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλοποιός — ο (Α ὁπλοποιός) (ως ουσ. και ως επίθ.) κατασκευαστής όπλων νεοελλ. τεχνολ. κατασκευαστής φορητών, κυρίως, όπλων, όπως είναι τα τυφέκια, τα πιστόλια και τα περίστροφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • οπλοποιός — ο τεχνίτης κατασκευής ή επισκευής όπλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁπλοποιοί — ὁπλοποιός armourer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοποιούς — ὁπλοποιός armourer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοποιόν — ὁπλοποιός armourer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • οπλοποιία — η (Α ὁπλοποιΐα) [οπλοποιός] η κατασκευή όπλων νεοελλ. η τέχνη και η βιομηχανία τής κατασκευής όπλων αρχ. ονομασία τής ραψωδίας Σ τής Ιλιάδας …   Dictionary of Greek

  • οπλοποιείο — το [οπλοποιός] εργοστάσιο κατασκευής ή επισκευής όπλων …   Dictionary of Greek

  • οπλοποιικός — ὁπλοποιϊκός, ή, όν (Α) [οπλοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή τών όπλων, στην οπλοποιία 2. αυτός που είναι ικανός να κατασκευάζει όπλα 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλοποιϊκή η τέχνη τής κατασκευής όπλων …   Dictionary of Greek

  • οπλοποιώ — ὁπλοποιῶ, έω (Α) [οπλοποιός] 1. κατασκευάζω όπλα 2. χρησιμοποιώ κάτι ως όπλο 3. μετατρέπω κάτι σε όπλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»