-
1 οπλοποιική
-
2 ὁπλοποιική
-
3 οπλοποιικη
ἡ (sc. τέχνη) оружейное искусство Plat. -
4 ὁπλοποιική
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπλοποιική
-
5 ὁπλο-ποιϊκός
ὁπλο-ποιϊκός, ή, όν, = ὁπλοποιητικός; ἡ ὁπλοποιικὴ τέχνη, die Kunst, Waffen zu schmieden, Plat. Polit. 280 d, v. l. ὁπλοποιητική.
-
6 ὁπλο-ποιητικός
ὁπλο-ποιητικός, ή, όν, zum Verfertigen der Waffen oder Rüstungen gehörig; ἡ ὁπλοποιητική, vulg. l. für ὁπλοποιϊκή bei Plat.
-
7 οπλοποιικήν
-
8 ὁπλοποιικήν
-
9 ὁπλοποιητική
A = ὁπλοποιική (q. v.), Phlp.in APr. 8.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπλοποιητική
См. также в других словарях:
ὁπλοποιική — the art of forging arms fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοποιικήν — ὁπλοποιική the art of forging arms fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλοποιικός — ὁπλοποιϊκός, ή, όν (Α) [οπλοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή τών όπλων, στην οπλοποιία 2. αυτός που είναι ικανός να κατασκευάζει όπλα 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλοποιϊκή η τέχνη τής κατασκευής όπλων … Dictionary of Greek