Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁπλοποιϊκή

См. также в других словарях:

  • ὁπλοποιική — the art of forging arms fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοποιικήν — ὁπλοποιική the art of forging arms fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλοποιικός — ὁπλοποιϊκός, ή, όν (Α) [οπλοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή τών όπλων, στην οπλοποιία 2. αυτός που είναι ικανός να κατασκευάζει όπλα 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλοποιϊκή η τέχνη τής κατασκευής όπλων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»