-
1 ομοταφος
2лежащий в одной могиле, похороненный вместе Aeschin.ὁ. τοῦ σώματος Ὀσίριδος Plut. — погребенный вместе с телом Осириса
См. также в других словарях:
κηπόταφος — κηπόταφος, ὁ και κηπόταφον, τὸ (Α) πάπ. το κηποτάφιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + τάφος (< τάφος), πρβλ. καινό ταφος, ομό ταφος] … Dictionary of Greek